25 Νοε 2009

Η κυρία Μ.(ου) Τ.(ι)

του Άλκη Γαλδαδά από το protagon.gr

Αν και συνεργάζομαι χρόνια με άλλη εφημερίδα είναι χρόνια επίσης που αγοράζω καθημερινά την «Ελευθεροτυπία». Ανθρώπους που γράφουν σ’ αυτή την εφημερίδα ενώ δεν τους έχω δει ποτέ από κοντά και δεν έχουμε μιλήσει αισθάνομαι εξοικειωμένος μαζί τους και τους εμπιστεύομαι. Το Γιάννη Τριάντη, το Νίκο Παπαδόπουλο-Τετράδη, τη Ντίνα Βαγενά, τη Γεωργία Δάμα, τον Αντώνη Φουντή, τον Πέτρο Μανταίο, τη Μαρίνα Πετρούτσου, το Μάκη Νοδάρο, το Θανάση Αυγερινό…

Ανοίγοντας την Τρίτη 24.11 την εφημερίδα στη σελίδα 9, διάβασα το βαλμένο μέσα σε ένα πλαίσιο (μη τυχόν και το χάσουμε) κείμενο που απευθυνόταν προς τον Υπουργό κ. Χρυσοχοΐδη:

Μετά από πολύχρονες και συνδυασμένες προσπάθειες διαφόρων υπηρεσιών και κυβερνήσεων φθάσατε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Δεν τολμά ο άλλος να φτύσει. Φτύνεις πάνω, φτύνεις τα μούτρα σου, φτύνεις κάτω φτύνεις τ’ αρχίδια σου.

Δεν πίστευα στα μάτια μου. Όχι βέβαια για την τόσο αντιαισθητική παραμόρφωση αυτής της παλιάς ισλαμικής παροιμίας που η σωστή της διατύπωση είναι: «Αν φτύσω χαμηλά φτύνω τα γένια μου, αν φτύσω ψηλά φτύνω τα μουστάκια μου» (Θ. Κοροβίνης, Τουρκικές Παροιμίες, εκδόσεις Αγρα. Σελ. 27) αλλά για το ποιο σκοπό εξυπηρετούσε αυτό το κείμενο.

Είχα ακούσει ότι η διευθύντρια-ιδιοκτήτρια μιας εφημερίδας, που μου αρέσει να διαβάζω, βρέθηκε σε κάποια αντιπαράθεση με την Αστυνομία αλλά δεν έδωσα και πολλή σημασία αφού εγώ αγοράζω την εφημερίδα για τους ανθρώπους που μοχθούν να γράψουν σ’ αυτήν. Τώρα όμως διαπίστωνα ότι ένα αγαπημένο μου έντυπο, που είχα πληρώσει το 1.30 Ευρώ όπως πάντα για να αγοράσω το περιεχόμενό του γινόταν το φυσοκάλαμο που η Κα Ιδιοκτήτρια πέταξε μ’ αυτό τις ροχάλες της στον Υπουργό. Δεν ξέρω αν έχω πέσει τόσο έξω και η κυρία που υπογράφει ως «Μ. Τ.» δεν είναι η ιδιοκτήτρια κ. Μάνια Τεγοπούλου, οπότε παίρνω πίσω και τα από πάνω και τα από κάτω που ακολουθούν αν όμως δεν έχω πέσει έξω τότε αναρωτιέμαι, δίκαια μάλλον, δεν ξέρει τον αριθμό και του πιο προσωπικού τηλεφώνου του εν λόγω Υπουργού και δεν μπορούσε να του εκφράσει τα έστω και ευλόγως βίαια αισθήματά της σε μια τέτοια επικοινωνία;

Έπρεπε να δει την εφημερίδα της σαν προσωπικό της κοτέτσι και εμείς οι αναγνώστες να υποστούμε την αντιαισθητική, τουλάχιστον, αθυροστομία της; Χώρια που ντρόπιασε την υπόλοιπη δουλειά όσων είχαν κουραστεί το προηγούμενο βράδυ να μαζέψουν τη συνηθισμένη ύλη και να μας την προσφέρουν με τις υπογραφές τους. Θα ήθελα να κλείσω αυτή τη σιωπηλή διαμαρτυρία μου ως αναγνώστης αναφέροντας ότι στη Σουηδία, η μεγαλύτερη πρωινή εφημερίδα, η γνωστή Dagens Nyheter (=Τα Νέα της Ημέρας), ανήκε σε μια οικογένεια, που ήταν από της ισχυρότερες και πλουσιότερες της Σκανδιναβίας. Ο ιδιοκτήτης της, ο Λούκας Μπόνιερ, όχι μόνο δεν είχε δικαίωμα να γράψει ό,τι ήθελε όποτε ήθελε αλλά ακόμη και αυτόν που απεφάσιζε να κάνει διευθυντή έπρεπε να τον εγκρίνει η «Λέσχη των Εργαζομένων» στην εφημερίδα.

Εμείς εδώ ζούμε στην εποχή παλίμπαιδων Προέδρων ποδοσφαιρικών σωματείων και… μανιασμένων ιδιοκτητών εντύπων.