19 Απρ 2011

Μια σακούλα με τυριά


Έβλεπα ένα βιντεάκι του Σκαρμούτσου από την αγορά και όπως πάντα όταν βλέπω τη Βαρβάκειο ταξίδεψα καμιά τριανταριά χρόνια πίσω, σε μια άλλη Ελλάδα που έχουμε ξεχάσει, στα χρόνια της αθωότητας και της ελπίδας για αλλαγή.
Ο Μπάμπης δούλευε τότε στην αγορά. Στον τυρέμπορα τον Μπερδεμπέ. Τρεις κι εξήντα έπαιρνε, αλλά ήταν χαρούμενος γιατί είχε δουλειά. Τον είχαν διώξει βλέπετε λίγο καιρό πριν από το εργοστάσιο στο οποίο βούλωνε τα πνευμόνια του τρίβοντας μπρούντζο ως βουρτσαδόρος. Κοντά στη σύνταξη τότε και με ανήλικο παιδί, την αφεντομουτσουνάρα μου, πάσχιζε να τα φέρει βόλτα χωρίς να μας λείψουν τα βασικά.
Τότε τα βασικά δεν ήταν σαν σήμερα. Δεν μέτραγαν στα «βασικά» τα δύο αυτοκίνητα ανά οικογένεια, η πλάσμα, το στεγαστικό δάνειο, οι πιστωτικές κάρτες, τα «επώνυμα» ρούχα, η ξαπλώστρα με το φρέντο και το άδειασμα των ραφιών του Βασιλόπουλου κάθε Σάββατο.
Βασικά ήταν το ενοίκιο για το δυάρι στο Νέο Κόσμο, μια κατσαρόλα φαγητό κάθε μέρα, τα αγγλικά μου στο γειτονικό φροντιστήριο και κανα παντελόνι – πάλι για εμένα - Χριστούγεννα και Πάσχα. Το Μπάμπη και τη Βασίλω  δεν τους θυμάμαι να αγοράζουν τίποτα για τους εαυτούς τους, μόνο για εμένα ή για τα εγγονάκια τους.
Τρία ή τέσσερα χρόνια έμεινε στη δούλεψη του τυρέμπορα ο μπαμπάς. Είχε βλέπετε και το know how καθότι όταν έφυγε από το χωριό το ’56 για να αναζητήσει την τύχη του στη μεγάλη πόλη άνοιξε στο Μπραχάμι μπακάλικο μεγάλο και μετά για πολλά χρόνια, άλλο μικρότερο. Μα εγώ δεν τα θυμάμαι αυτά. Ήμουν αγέννητος όταν τα πάλευε και μικρός πολύ όταν παραδόθηκε. Θυμάμαι αμυδρά μόνο το τελευταίο, ένα μικρό γωνιακό μαγαζάκι στην Αρτέμονος πάνω από τον Αη Γιάννη στην αρχή της Βουλιαγμένης που δεν κράτησε για πολύ και με βλέπω σαν σκηνή από ταινία να παίζω στο πάτωμα με τα ζαρζαβατικά.
Κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα λοιπόν ο Μπερδεμπές εκτός από το δώρο και το μισθό έδινε στο μπαμπά και δυό τεράστιες σακούλες με ό,τι τυρί είχε το κατάστημα και ό,τι αλλαντικό υπήρχε. Νομίζω ότι περισσότερο από κάθε τι άλλο περίμενα στις γιορτές τις σακούλες του μπαμπά από τη δουλειά. Τα κίτρινα τυριά με τις υπέροχες μυρωδιές, τα παριζάκια, το σαλάμι αέρος και το μεγάλο κυλινδρικό δοχείο με το ζαμπόν που υπεραγαπούσα, η γεύση του οποίου μου έρχεται στο στόμα τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές. Τα καλούδια του τυροκομείου και τα μάτια του που έλαμπαν από υπερηφάνεια για τη χαρά που μου προσέφερε.
Ένας βομβαρδισμός προϊόντων «πολυτελείας» μιας και δεν τα είχαμε στο τραπέζι μας άλλες μέρες του χρόνου, ούτε θεωρούσαμε όμως απαραίτητο το να τα έχουμε.
Από τότε μέχρι σήμερα πέρασαν τριάντα-κάτι χρόνια, κάμποσες κυβερνήσεις με τις ταμπέλες των δύο μεγάλων κομμάτων αλλά με άλλες πολιτικές κάθε μια, η Βασίλω συνεχίζει να γκρινιάζει στον Χαράλαμπο κάπου εκεί ψηλά, μα η φτωχή και μίζερη Βαλκανική χώρα του τότε δεν μοιάζει σε τίποτα με τη χρεοκοπημένη κοσμοπολίτισσα Ευρωπαϊκή Ελλάδα του τώρα.  Η αλλαγή που προσδοκούσαμε ήρθε σα σίφουνας άλλαξε τις ζωές όλων, μας πήρε από το χέρι και μας πήγε ταξίδι στο χωροχρόνο, μας κατέταξε σε άλλη κατηγορία στην οποία όμως δε μπορούσαμε τελικά να παίξουμε. Δε μπορέσαμε να διαχειριστούμε τον ξαφνικό –έστω και δανεικό- πλούτο ούτε εμείς οι πολίτες, ούτε η εκάστοτε εξουσία. Όμως τα τεράστια βήματα που έχουν γίνει οφείλονται στα οράματα κάποιων ανθρώπων που είχαν τη διαχείριση της χώρας στα χέρια τους. Δεκτό, θεμιτό και απόλυτα σωστό  να φωνάζουμε για τα λάθη και τις παραλείψεις τους, αλλά απόλυτα μηδενιστικό, ανιστόρητο, βλακώδες και επικίνδυνο για τη συνέχεια, να μην χειροκροτούμε τα επιτεύγματα τους που άλλαξαν το ρου της ζωής μας.
Όποιος δε μπορεί να δεί την πολιτική, οικονομική και κοινωνιολογική διαφορά μιας σακούλας με τυριά και αλλαντικά στα μάτια ενός παιδιού τριάντα χρόνια πρίν και ενός σήμερα, είναι ή βλάξ, ή αστός οπότε ουδέποτε θα κατανοήσει, ή οπαδός του Τσίπρα.
Όχι, δεν είναι καλό που η χώρα έπεσε στα βράχια και ναι οι καπεταναίοι φταίνε γι αυτό όχι οι μούτσοι. Όμως πριν τους πετάξουμε όλους στη θάλασσα να συλλογιστούμε όλο το ταξίδι. Από πού ήρθαμε και πού φτάσαμε, τα λιμάνια που πιάσαμε και ότι τα άλλα πλοία που σπεύδουν σε βοήθεια -με το αζημίωτο- έχουν το λαό ως πλήρωμα κι όχι σαν επιβάτες.
Καλή Ανάσταση.