17 Οκτ 2012

Τί παράγουμε; Θα πεινάσουμε τελικά ή όχι;

Να κι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο για την αγροτική μας παραγωγή, το οποίο απαλλοτρίωσα από το "βαθύ κόκκινο" αλλά έχει γραφεί για το Έθνος

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΕΛΑΣΤΙΚ*

photo Franz St by Flickr
Μαύρες σκέψεις καταλαμβάνουν όλους μας όταν θέτουμε το ερώτημα: Έχουμε άραγε ελληνικά προϊόντα σε ποσότητες που να επαρκούν για τη διατροφή του πληθυσμού; Η δραστική συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού της χώρας (από περίπου 30% που ήταν προ τριακονταετίας, όταν είχε μπει η Ελλάδα στην ΕΟΚ το 1981, έχει απομείνει το ένα τρίτο) και η μετάλλαξη πολλών Ελλήνων αγροτών σε... διαχειριστές επιδοτήσεων της ΕΕ και σε εργολάβους ξένων εργατών γης, οδηγούν στην παραπλανητική εντύπωση ότι πλέον «δεν παράγουμε τίποτα, όλα τα αγροτικά προϊόντα τα εισάγουμε». Αυτή η εικόνα είναι εσφαλμένη και απλουστευτική, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και σοβαρότατα διατροφικά προβλήματα με μερικά κρίσιμα προϊόντα. Χρησιμοποιώντας στοιχεία έκθεσης της ΠΑΣΕΓΕΣ για την παραγωγή ελληνικών αγροτικών προϊόντων το 2011, μπορούμε να διαπραγματευθούμε το θέμα πιο αναλυτικά και συγκεκριμένα.

Ας αρχίσουμε από τα θεμελιώδη με τη νοοτροπία της «Ψωροκώσταινας» του περασμένου αιώνα: Ψωμί θα έχουμε να φάμε; Στάρι έχουμε αρκετό για τα ζυμαρικά; Η απάντηση δεν είναι και πολύ ενθαρρυντική. Στο σκληρό στάρι έχουμε επάρκεια 126,5%, αλλά στο μαλακό μόλις 33%. Ακόμη και αν αλλάξουμε δηλαδή τις αναλογίες ανάμειξης σκληρού και μαλακού σταριού σε διάφορα προϊόντα, που είναι εφικτό, θα συνεχίσει να μας λείπει αρχικά πολύ μαλακό στάρι. «Ψωμί κι ελιά» λέγανε τότε. Από ελιές άλλο τίποτα, παράγουμε…..δέκα(10) φορές περισσότερες ελιές απ΄όσες καταναλώνουμε (ποσοστό αυτάρκεια 996,4%). Λάδι για να βουτάμε το ψωμί μας επίσης θα έχουμε, αφού η παραγωγή καλύπτει το 139,5% της κατανάλωσης – μιλάμε για γνήσιο ελαιόλαδο, φυσικά. Η «Ψωροκώσταινα» ήταν επίσης η Ελλάδα των οσπρίων. Αυτό καλύτερα να το ξεχάσουμε, του¬λάχιστον για τα πρώτα χρόνια. Η ελ¬ληνική παραγωγή οσπρίων καλύπτει μόλις το 54,4% της κατανάλωσης σε φασόλια, το 32,8% στις φακές και το 46,9% στα ρεβίθια. Στο ρύζι πάντως έχουμε υπερεπάρκεια  (171,4). Με τις πατάτες όμως θα δυσκολευτούμε λιγάκι. Η παραγωγή τους ανέρχεται μόλις στο 82,3% της κατανάλωσης. 

Στα υπόλοιπα οπωροκηπευτικά πάμε καλά: 113,9% στα αγγούρια και 104,3% στις ντομάτες, αλλά και 111,7% επάρκεια και στη βιομηχανική ντομάτα. Άλλωστε σε όλα αυτά τα προϊόντα μπορούμε σε μερικούς μήνες, το πολύ σε ένα χρόνο, να αυξήσουμε θεαματικά την παραγωγή τους. Στα κρέατα όμως δεν υπάρχει τέτοια λύση και η ντόπια παραγωγή καλύπτει λίγο παραπάνω από το 50% της κατανάλωσης. Αν καταναλώναμε μόνο ντόπια κρέατα, θα έπρεπε να γυρίσουμε μισόν αιώνα πίσω, τότε που στο οικογενειακό τραπέζι το κρέας εμφανιζόταν σχεδόν αποκλειστικά τις Κυριακές! Στο αρνίσιο και κατσικίσιο κρέας λοιπόν έχουμε αυτάρκεια 93,7% και στο κρέας πουλερικών 83,5%.Στα μεγάλα ζώα όμως: μόλις 28,7% στο βοδινό και 35,6% στο χοιρινό. Η χοληστερίνη των Ελλήνων θα έπεφτε κατακόρυφα, αν έτρωγαν μόνο όσο κρέας παράγουν οι κτηνοτρόφοι μας! Το ψαράκι πάντως δεν θα το στερούμασταν, καθώς η αυτάρκεια σε αλιεύματα υπερβαίνει το 221%.

Δεν θα μας έλειπε ούτε το ψωμοτύρι - αλλά με το τυρί μόνο φέτα, για να εξηγούμαστε, καθώς μόνο στη φέτα έχουμε αυτάρκεια σε ποσοστό 156,5%. Γραβιέρα -κασέρι και κεφαλοτύρι προσωρινά τα διαγράφουμε (86,2% για την πρώ¬τη κατηγορία και 66,6% για τη δεύτε¬ρη). Κρασί έχουμε για να γίνουμε... ντίρλα (105,6%), αλλά από γάλα δεν πάμε καλά: ναι μεν επάρκεια 97,5% στο αιγοπρόβειο, αλλά μόνο 58,2% στο αγελαδινό, στο οποίο υπάρχει και διπλάσια κατανάλωση. Από φρούτα, πλούσια τα ελέη. Επάρκεια παντού: ροδάκινα (122%), βερίκοκα (149,7%), καρπούζια(147,5%), πεπόνια (101%), μήλα (106,5%), σταφύλια (133,5%). Μόνο σε αχλάδια έχουμε έλλειψη (82,5%). Όλα αυτά πάντως θα τα τρώμε με... πολύ πικρό καφέ, καθώς η παραγωγή εγχώριας ζάχαρης καταβαραθρώθηκε σε ποσοστό επάρκειας... 14,3%!!!

* «Έθνος»  11 Οκτωβρίου 2012.

12 Οκτ 2012

Μεσάνυχτα στον Ευαγγελισμό. Για ραντεβουδάκι…

Της Διονυσίας Κωστή


Μεσάνυχτα και βάλε, κι εγώ φεύγω από την εφημερίδα και πάω σφαίρα Ευαγγελισμό. Προσπερνώντας την Ελλάδα του Κολωνακίου – καμία σχέση με την Ελλάδα της κρίσης-σερφάροντας ανάμεσα σ τα μύρια διπλοπαρκαρίσματα, βρίσκω επιτέλους πάρκινγκ και τρέχω κάθιδρη στην Πύλη του νοσοκομείου. Με κρεμασμένο το κινητό στο αυτί (καθότι η φίλη μου που ήρθε άρον άρον από τη Σαντορίνη, με σοβαρά τραυματισμένο τον καλό της σε τροχαίο, μάλλον δεν έχει σήμα στον 5ο όροφο, στη θωρακοχειρουργική), επιχειρώ  τραυλίζοντας να ζητήσω πληροφορίες από τον υπάλληλο (?) της εισόδου.
Μεσήλιξ, με γαλανό πουκαμισάκι, ανοιχτό, κανένα απολύτως διακριτικό,  γκρίζους κροτάφους και μαγκιά περρίσεια. Προσπαθώ:
 «Ηρθαν τώρα από Σαντορίνη, τη φίλη μου τη λένε Παπασταύρου… Όχι δεν θυμάμαι το επώνυμο του ασθενούς… Δεν έχει σήμα..Θέλω απλά, εάν μπορείτε, να την ενημερώσετε…»
«Κι εγώ τι θες να κάνω? Ρε, τι μας λέει η κυρία? Εδωσες ραντεβουδάκι με τη φίλη σου εδώ κι εγώ πρέπει να στη βρώ?»

Η πίεση στο κόκκινο. Ο απόλυτος επιταχυντής. Ποιο CERN? Ελλαδάρα. Και μιας  και καλάσνικοφ δεν έχω πρόχειρο, έχω και τον καημό μου, το παίζω, λοιπόν, ευρωπαία – στο μεταξύ η σύνδεση δείχνει να έχει αποκατασταθεί - πάω παρακεί και προσπαθώ να ξανακαλέσω . «Ελα, είμαι από κάτω. Όλα καλά? Θα κατέβεις? Όχι, δεν μπορώ να μπω. Εχω ένα μαλάκα που δεν μ’ αφήνει ν’ απολαύσω το ραντεβουδάκι μου... Τι σου λέω τώρα κι εσένα.. Κατέβα, περιμένω..»
Υπό το βλέμμα των πανταχού παρόντων ταξιτζήδων που αράζουν πλέον έτσι κι αλλιώς ΠΑΝΤΟΥ  κατά δεκάδες και ραχατεύουν καπνίζοντας, περιμένοντας τον πελάτη, κλείνοντας  -φυσικά- το δρόμο και  γκρινιάζοντας για τις αναδουλειές, ανάβω τσιγάρο και προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τι μου είπε ο μάγκας. Δεν έπαιζε να μπω μέσα στο νοσοκομείο. Σεβαστό κι αναμενόμενο. Αλλά ρε μεγάλε, για να’μαι στο κατώφλι σου τέτοια ώρα, κάτι τρέχει, κάτι σοβαρό, και, ναι, έχασα τα λόγια μου.. Και , ναι, είναι φίλη μου, τι να σου πω, κάνα ψέμα πως είναι μάνα, αδελφή και ξαδέλφη για να με συμπονέσεις? Και, ναι, δεν θυμάμαι το επώνυμο του γάλλου ασθενούς - συζύγου της. Αυτόματα αποκλείεται κάθε ίχνος ανθρωπιάς –άμα τε και επαγγελματισμού- από σένα που είσαι εδώ για ΕΞΥΠΗΡΕΤΕΙΣ και να ενημερώνεις τον μαύρο έλληνα πολίτη που βρέθηκε νυχτιάτικα  στην Πύλη ενός νοσοκομείου?
Περνάω απέναντι, κάθομαι στα σκαλάκια ενός ταχυφαγείου (sic) και τον βλέπω που με βλέπει (sick). Αυτό το τόσο οικείο βλέμμα του Ελληναρά της εξουσίας που μόλις επέβαλε με επιτυχία τη νομιμότητα.
Όμως, τι να τα ξαναλέμε… Αυτό δεν είμαστε? Κι αν γεννήθηκε, στην αυγή της κρίσης, μια ελπίδα νααλλάξει κάτι, να μπεί ένα φρένο στη βλαχιά, τη δηθενιά και στο ποιος-την-έχει-μακρύτερη, πέθανε στα καπάκια, στα σκαλιά της πλατείας Συντάγματος με τους «αγανακτισμένους». Τότε που φασίστες και Φωτόπουλοι ενώθηκαν –σα-μια-γροθιά-απέναντι- στη-χούντα, καπελώνοντας κάθε αντίδραση. Τότε που ένιωθες τόση οργή μα και τόσο μόνος, μέσα στους χιλιάδες…  Που κοίταγες γύρω σου και πέρα από τη μούρη του κολλητού σου, δεν είχε φώς το τούνελ.
Στο μεταξύ η φίλη μου κατέβηκε, διακόπτοντας την αμπελοσοφία της νύχτας.Το ραντεβουδάκι έγινε τελικά, χάρηκαν κι οι ταρίφες - το απόλυτο κοινό σε κάθε παρωδία του δρόμου - έμαθα και τα μαντάτα. «Κίνδυνος απεφεύχθη και τώρα περιμένουμε να απορροφηθεί το αιμάτωμα» . Ξέχασα με μιάς την «εξουσία του μάγκα» και αφέθηκα στα νέα της Οίας, του τροχαίου, της ζωής στο νησί. Αμ, δε… «Μια χαρά λαδώνουν όλοι και… νομιμοποιούν τα αυθαίρετα. Τα ίδια και χειροτερα, σου λέω… Τι θέλει ο τουρίστας? Απόδειξη? Ναι, καλά.. Εχουμε κρίση φίλε, δεν τά’μαθες? Ε, βέβαια, τι ανάγκη έχεις εσύ? Εσύ διακοπούλες, εγώ μνημόνιο… Τι να κάνω?  Δε βγαίνω… Από μια σεζόν περιμένω κι εγώ να ζήσω… Δεκαπέντε ευρώ η χωριάτικη, αν σ’ αρέσει, αλλιώς τράβα στην πατρίδα σου…» Οσο για το τροχαίο? Το Πρώτων Βοηθειών αδυνατούσε να μεταφέρει τον ασθενή στην Αθήνα, το – νεοαποκτηθέν- ιδιωτικό θεραπευτήριο πάλι, μπορούσε εύκολα να αναλάβει τη μεταφορά, με πέντε χιλιαρικάκια… Τελικά διεκομίσθη  με το πλοίο της γραμμής… «Δώσαμε κάτι παραπάνω για καμπίνα και τα καταφέραμε…»
Να δώσω κι εγώ κάτι παραπάνω. Πολλά παραπάνω. Αν είναι «να τα καταφέρουμε» και να αλλάξει κάτι δίπλα μας, γύρω μας, μέσα μας, να δώσω…. Μιας κι όλα με λίγο λάδωμα παίρνουν μπροστά, να λαδώσω κι εγώ ρε παιδιά. Πονάνε τα μάτια μου με αυτά που βλέπω. Πονάνε τα αυτιά μου με αυτά που ακούω. Πονάει η ζωή μου με αυτά που ζώ. Σεβασμός, άγνωστη λέξη.  Πόσο κοστολογείται μια εθνική λοβοτομή?  Να πιάσει ένας Γιακούμπ το νυστέρι και να ξεσκαλώσει τα μυαλά μας. Και ένας μάγος αλχημιστής να λιώσει έξω από το Χυτήριο κάθε φασιστικό τσαμπουκά τυλιγμένο με χριστοπαναγίτσες σε ασημένια κορνίζα και να βγάλει από το καπέλο ευγενή μέταλλα, ηλιόλουστα κι αχειροποίητα, μέταλλα μπέσας και αυτοσεβασμού, αντίδοτο στη θλίψη της λαμογιάς.  Μέταλλα που να μη σκουριάζουν. Ανθρώπινα.


"Λοχία, είπε, τι βαρυγκομάς; Αυτοί που 'ναι ταγμένοι για τη ρέγγα και το χαλβά, σ' αυτά πάντοτε θα ξαναγυρίζουν. Και οι άλλοι στα δεφτέρια τους που δεν έχουνε τελειωμό, και οι άλλοι στα κρεβάτια τους τα μαλακά που τα στρώνουν μα δεν τα ορίζουν. Αλλα κάτεχε οτι μονάχα εκείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα 'χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο". Οδυσσέας Ελύτης- Αξιον Εστί