24 Δεκ 2013

Ο παππούς

Το προσωνύμιο δεν ήταν τυχαίο, ούτε βγήκε για τα λευκές τρίχες που στόλιζαν το κεφάλι και το πρόσωπό του. Ούτε βέβαια για την ηλικία του. Θα μπορούσε άνετα να είναι ο πατέρας του μεγαλύτερου μέσα στην εφημερίδα, αλλά εκεί που οι άλλοι σταμάταγαν να γράφουν, ο παππούς μόλις είχε προθερμανθεί. Το παρατσούκλι του δήλωνε σεβασμό, οικειότητα, ζεστασιά, σιγουριά, σοφία…
Ο Μέμος ήταν ο άνθρωπος στον οποίο προσέτρεχαν όλοι για συμβουλές. Από το πώς θα χειριστούν ένα δύσκολο κείμενο, μέχρι το πώς θα δέσουν ένα παπιγιόν. Ο Μέμος ήταν η ζωντανή εγκυκλοπαίδεια της εφημερίδας πριν εφευρεθεί η έκφραση «γκούγκλαρέ το».
Τον γνώρισα ένα βράδυ του πρώτου Γενάρη της νέας χιλιετίας. Είχε απλώσει το μακρύ κορμί του σε μια πολυθρόνα, κάπνιζε ένα μικρό πουράκι, το οποίο φάνταζε μικροσκοπικό μέσα στο τεράστια χέρια του και με κοίταζε ερευνητικά, μάλλον ανθυπομειδιώντας: «Εγώ είμαι ο διευθυντής», μου συστήθηκε, «αλλά μάλλον την πάτησα που δέχτηκα τη δουλειά»! Έτσι ήταν πάντα, από την πρώτη γνωριμία. Ευθύς, σταράτος και έλεγε πολλά με λίγα λόγια.
Ήμουν από τους πολύ τυχερούς που δούλεψα κοντά του. Για πολλά χρόνια σήκωνα τα μάτια από το καθημερινό πλάνο της εφημερίδας που με ταλάνιζε ή από το κείμενο συναδέλφου που περίμενε τίτλο και τον έβλεπα απέναντί μου, στο γραφείο του, να τσακώνεται με το πληκτρολόγιο του υπολογιστή γράφοντας χιλιάδες λέξεις καθημερινά. Όταν το μυαλό μου είχε γίνει χαλβάς μετά τη δουλειά και τη βραδινή σύσκεψη, ο Μέμος αφού είχε γράψει όλη την τελευταία σελίδα και ένα θέμα "ψυγείο", ξεπέταγε και το κύριο άρθρο μέχρι να έρθει να τον πάρει  Χριστίνα.
Απίστευτος τύπος. Έχω λάβει κείμενό του μέσα από την εντατική, τη δεύτερη μέρα μετά από εγχείρηση στην καρωτίδα. Έχει υπαγορεύσει κείμενο στα κορίτσια των διεθνών από το θάλαμο όπου νοσηλευόταν με βαριά πνευμονία. Έπαιρνε αναρρωτική μετά από πολύ αγώνα των γιατρών να τον πείσουν και στη διάρκειά της μου ζητούσε συγγνώμη(!!!) που έστελνε «μόνο» τα κείμενα της τελευταίας σελίδας.  Τι να του πεις του Μέμου; «κουράστηκα»; Ντρεπόσουν. Δεν ξέρω πώς έφυγε, πιστεύω όμως ότι κάτι θα ήταν έτοιμος να υπαγορεύσει στη Χριστίνα…
Πάντα είχε ένα καλό λόγο να πει για να σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, πάντα έβρισκε κάτι να σε καταχερίσει αν έπαιρνες πολύ αέρα και πάντα είχε μια καλή ιστορία να διηγηθεί για να σε ταξιδέψει.  Ο παππούς ήξερε τούς ανθρώπους. Ήξερε και τη φάρα μας καλά και μπορούσε όσο λίγοι να την κουμαντάρει. Άλλωστε, με τί να αντιπαρατεθείς σε έναν άνθρωπο που η πρώτη του δημοσιογραφική ταυτότητα είχε ημερομηνία έκδοσης το 1947. Πάνω από μισό αιώνα ήταν δημοσιογράφος όταν εγώ, 32 χρόνων κωλοπαίδι πήγα στην αγαπημένη του Βραδυνή ως αρχισυντάκτης.
Μου τα «έχωνε» καθημερινά. Όχι στο λίγο καιρό που ήταν διευθυντής, μετά που τα βρόντηξε στον Μήτση. Είτε για τίτλους άνευρους που είχαν μπεί στα κείμενα, είτε για θέματα που δεν είχαν προβληθεί όπως έπρεπε, είτε για ρεπορτάζ που δεν είχαν γίνει. Το «κακό» ήταν ότι πάντα είχε δίκιο. Το πραγματικό κακό, όμως, ήταν ότι μόνο αυτός τα έβλεπε, τα έψαχνε, τον ενοχλούσαν…
Από εκείνη τη μέρα –την επομένη των εκλογών του 2000- που μου είχε λογοκρίνει ένα απολύτως εκτός γραμμής εφημερίδας κείμενό μου, το οποίο ούτε εγώ δε θα δημοσίευα στη «β», μου έλεγε συνεχώς να παρατήσω «τα αστεία με τους τίτλους» και να παλουκωθώ να γράφω. Είναι αλλιώς να σου λένε οι άλλοι να γράφεις κι αλλιώς να σε παραδέχεται ο παππούς.
Τσάκιζε το σώμα των ξένων εφημερίδων σε μηδενικό χρόνο και γέμιζε το γραφείο του αποκόμματα απ ότι του έκανε εντύπωση. Αποκόμματα τα οποία εμφάνιζε στη δεδομένη στιγμή μέσα από τσέπες, πορτοφόλι ή ατζέντα για να τα χρησιμοποιήσει σε κάποιο κομμάτι. Τα διεθνή θέματα, άλλωστε, ήταν το μεγάλο του ατού.
Δε συμφωνούσαμε πουθενά! Πνεύμα αντιλογίας εγώ, πραγματιστής ο Μέμος. Με τη σιγουριά του υπέρμετρου εγωισμού μου εγώ, με τη γνώση της πείρας του ο Μέμος. Με αυτά που έγραφε στη στήλη του ήμουν εκ διαμέτρου αντίθετος σχεδόν πάντα. Πολιτικά ήμασταν σε τελείως διαφορετική τροχιά. Κάποιες φορές, δε, γινόμουν έξαλλος με αυτά που έγραφε. Τρελός γινόμουν όμως, με αυτούς που θέλοντας να τον προσδιορίσουν πολιτικά τον αποκαλούσαν «συντηρητικό». Συντηρητικός ο παππούς, που όσα έκανε στην γεμάτη εμπειρίες ζωή του δε θα τα δουν οι… «προοδευτικοί» επικριτές του ούτε σε κινηματογραφικό έργο. Όχι, δεν ήταν «επαναστάτης», ούτε Τσέ Γκεβάρα. Ελάχιστους γνωρίζω, όμως, που θα έκαναν αυτά που κατά καιρούς τόλμησε.
Αγαμέμνων Φαράκος. Ο παππούς. Ο Μέμος μας. Ποτέ δεν μπόρεσα να τον αποκαλέσω έτσι. Κύριε Φαράκο τον προσφωνούσα και μου φώναζε. Δε μπορούσα όμως να τον πώ
Μέμο. Ακόμα και στο τραπέζι της πόκας στο σπίτι του, όπου αρκετές φορές ήμουνα καταχαρούμενος συμπαίχτης, κύριο Φαράκο τον αποκαλούσα. Δύσκολο να κατεβάσεις από το βάθρο κάποιον που θεωρείς θρύλο.
Ο Μέμος για εμένα και την οικογένειά μου δεν ήταν μόνο ένα κομμάτι από την ιστορία της ελληνικής δημοσιογραφίας (διαβάστε τα βιβλία του για να καταλάβετε), ήταν  – ή καλύτερα αποκαλύφθηκε πως ήταν - και ένας πραγματικός φίλος!
Όταν με τα δυό –ανάπηρα- πόδια στη βάρκα του χάροντα, βρισκόμουν στα χέρια των Γερμανών θαυματοποιών γιατρών στο γραφικό νεκροχώρι του Άλενσμπαχ, ο Μέμος ήταν από τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού ανθρώπους οι οποίοι πρόσεξαν και βοήθησαν έμπρακτα την εγκυμονούσα τότε Κατερίνα και το Βιλάκι. Ο Μέμος με τη Χριστίνα έπαιρναν τηλέφωνο την Κατερίνα για να ενημερωθούν και να στηρίξουν, έτρεχαν στον ΕΔΟΕΑΠ για να πιέσουν καταστάσεις, την καλούσαν σπίτι για φαγητό για να τη βοηθήσουν  να ξεφύγει λίγο. Ήξεραν στην πράξη, στο δικό τους τομάρι, ότι έπρεπε να είμαστε και οι δύο δυνατοί για να ορθοποδήσουμε. Για αυτούς δεν ήταν ο συνάδελφος ο Γιάννης και η σύζυγος. Ήταν πάντα ο Γιάννης και η Κατερίνα σε ένα. Το πίστευαν, το έδειχναν, το εννοούσαν και το ακολουθούσαν.
Ο Μέμος μετά από τόσα που είχαν δει τα μάτια του και βιώσει το κορμί του, ήταν σκληρός. Πραγματιστής, όπως είπα και νωρίτερα. Ήρθε να με δεί σπίτι μόλις γύρισα από Γερμανία. Ρετάλι του παλιού μου εαυτού, σε αναπηρικό αμαξίδιο, με φωνή η οποία ίσα που ακουγόταν και δεν του ξέφυγε ούτε μια γκριμάτσα. Ήπιε τα ουζάκια του και μου έβαλε κατευθείαν χέρι: «γιατί έχεις τόσο καιρό να γράψεις;» Την επομένη πήγε στον Μήτση, ο οποίος είχε καταγγείλει μονομερώς τη σύμβασή μου πριν καν βγώ από την εντατική και κανόνισε να γράφω για το Κυριακάτικο φύλλο.
Θα μπορούσα να γράφω ώρες για το Μέμο και τη Χριστίνα. Όμως στο τέλος δεν θα είχα καν προσεγγίσει το πραγματικό νόημα μιας ολόγιομης ζωής που ξεκίνησε πριν 89 χρόνια. Πόλεμοι, εμφύλιες συρράξεις, εξορία, πολιτικές συγκρούσεις, μίση και πάθη, δημοσιογραφικές αποστολές σε όλα τα μέρη του κόσμου, διευθυντικές θέσεις σε εφημερίδες, τηλεοπτικά κανάλια και πρακτορεία, εντάσεις, κρίσεις, αναγνώριση και δόξα. Και στο τέλος όλων αυτών το μόνο που μένει και έχει σημασία: Οι στίχοι με τους οποίους τον αποχαιρέτησε τραγουδώντας η Χριστίνα του:
Αντίο αγαπημένε μου παππού και στήστε εκεί πάνω κανα καλό καρέ…