30 Μαρ 2014

Ένας εφιάλτης, μιά διαδρομή στο πουθενά



Γράφει ο Γιάννης Γερονικολός

Επιβάτης σε ένα λεωφορείο – σαράβαλο το οποίο σέρνεται στην αριστερή λωρίδα ενός δρόμου ταχείας κυκλοφορίας. Σέρνεται, αλλά την ίδια ώρα πάει με το γκάζι στο πάτωμα, τις αναρτήσεις να τερματίζουν στην πιο γελοία λακκούβα και τα φρένα να έχουν παραδώσει πνεύμα από τον καιρό του πρώτου σέρβις. Η επιτομή του πολύνεκρου, στην πρώτη άτσαλη τιμονιά.
Έχω γουρλώσει τα μάτια και λούζομαι στον κρύο ιδρώτα, καθώς μάταια προσπαθώ να διακρίνω το δρόμο μέσα από τα λερά, γεμάτα νικοτίνη τζάμια, τα οποία περισσότερο καθρεφτίζουν το εσωτερικό, παρά σε βοηθούν να δεις τι γίνεται στον έξω κόσμο.

Δίπλα μου οι επιβάτες τραγουδούν. Ο καθένας, όμως, τον δικό του σκοπό. Πάνω που πιάνω ένα ρεφραίν κάποιος ουρλιάζει πιο δυνατά και το τραγούδι αλλάζει. Βοηθούν και τα ηχεία σ’ αυτό. Κάποιος έχει πατήσει εκείνο το κουμπάκι που παίζει για μισό λεπτό ένα σταθμό και μετά τον αλλάζει με τον επόμενο. Μετά από λίγες ώρες, το θεωρείς φυσιολογικό, θεωρείς ότι έτσι είναι η μουσική. Μέσα στην οχλοβοή πού να καταλάβεις τι ακούς;

Κλείνω τα μάτια για να συγκεντρωθώ, μα πώς να τα καταφέρω; Νομίζω ότι βρίσκομαι στο Γκουαντάναμο, εκεί που για να σπάσουν τους κρατουμένους παίζουν συνεχώς στη διαπασών heavy metal. Ερασιτέχνες…

Έχω «σπάσει» από την αρχή της διαδρομής. «Παραδίνομαι», φώναξα στην πρώτη απότομη στροφή, «αφήστε με να κατέβω». Δεν ήταν ο φόβος της διαδρομής με τον τετράτροχο χάρο, ήταν η συνειδητοποίηση ότι οι οδηγοί δεν είχαν χάρτη και οι συνεπιβάτες ήθελαν να φτάσουν κάπου, αλλά χωρίς ταξίδι.

Δεν φταίνε οι άλλοι, εγώ είμαι ρίψασπις. Συνειδητά. Σ’ αυτό το όχημα για να μην τρελαθείς ή θα πρέπει να αποκλείσεις κάθε ερέθισμα και να μπεις στην παρέα αυτών που νομίζουν ότι θα γλιτώσουν επειδή γνωρίζουν τον οδηγό, ή να ουρλιάζεις από τη γαλαρία ό,τι σου κατέβει. Δεν έχει σημασία για τι πράγμα θα φωνάζεις. Μπορεί να λες τον οδηγό προδότη, τον εισπράκτορα λακέ, μπορεί να θεοποιείς το μηχανικό που σε άφησε χωρίς τακάκια, να αγαπάς τον υπεύθυνο του συνεργείου που δεν άλλαξε ποτέ τα λάδια, μπορείς να είσαι κομουνιστής ή νεοφιλελεύθερος, σοσιαλιστής ή κεϋνσιανός, οπαδός της άμεσης δημοκρατίας ή της συμμετοχικής, μΠάοκ ή Άρης, μπαχαλάκι ή μπαλούρδος, Βένετος ή Πράσινος. Μπορείς να είσαι ό,τι τραβάει η καρδούλα σου, αρκεί να είσαι απόλυτος. Αρκεί να μην αποζητάς το αυτονόητο.

Ζήσαμε μία εβδομάδα στον αστερισμό του γάλακτος. Σε πόσους βαθμούς βράζει, πότε παστεριώνεται, πότε χαλάει, πόσο χρονών πρέπει να είναι η αγελάδα και πόσο η κόρη του κτηνοτρόφου πριν την παντρέψει. Όλα αυτά για να πειστεί ο Χαρακόπουλος να ψηφίσει τις αλλαγές.  Αλλαγές για τις οποίες σε ένα κανονικό κράτος θα χρειαζόταν μόνο μία αγορανομική διάταξη και όχι ολόκληρο υπουργικό συμβούλιο. Ουδείς από όλους όσοι μίλησαν για το θέμα ασχολήθηκε με το ίδιο το πρόβλημα, το οποίο είναι το παραγωγικό μοντέλο της χώρας και τα καρτέλ βιομηχανιών και των νταβατζήδων που λέγονται σούπερ μάρκετ και ουδείς τα πειράζει. Όλοι έκρυψαν το πραγματικό πρόβλημα κάτω από την κοπριά και έριξαν το ανάθεμα στην κακή την τρόικα που έρχεται να ταράξει τα νερά του βάλτου.
Ξεσάλωσαν οι «αριστεροί», μαζί τους και οι βουλευτές οι οποίοι εκλέγονται σε περιοχές με κτηνοτρόφους, για τους κακούς τους ευρωπαίους οι οποίοι θέλουν να κλείσουν τις μονάδες μας κτλ. κτλ. Και τότε γιατί δίνουν τα ωραία τους τα εκατομμυριάκια για να τις επιδοτούν ορέ παλικάρια; Από την άλλη, πήραν τα βουνά αλλόφρονες οι φιλελέδες, σκούζοντας περί νόμων της αγοράς και προστατευτισμού του κράτους. Κουβέντα δεν άκουσα από αυτούς για το καρτέλ των βιομηχανιών που γονάτισε τους κτηνοτρόφους και την αιχμαλωσία τους με τα δάνεια εκσυγχρονισμού που τους έκαναν υποτακτικούς. Τίποτα δεν είπαν για τα σούπερ μάρκετ που πωλούν ακριβώς στην ίδια τιμή το γάλα, βάζοντας πάντα σε προσφορά  κάποιο κωδικό για τα μάτια της επιτροπής ανταγωνισμού.

Με ποιόν να είμαι σύμμαχος σ’ αυτό το θέμα; Για ποιόν να φωνάξω και με ποιόν να συμπαραταχθώ, αφού όλοι παλεύουν για να μείνουν τα πράγματα ως έχουν. Και οι κτηνοτρόφοι που προτιμούν κερδίζουν λιγότερα, παρά να μεγαλώσουν τις μονάδες με συμπράξεις και συνεταιρισμούς και το κράτος που αντί να βοηθάει στον εκσυγχρονισμό των μονάδων και να είναι αρωγός, θυμάται τους παραγωγούς μόνο στις εκλογές. Όσο για τον καταναλωτή, για τον οποίο κόπτονται υποτίθεται οι υπέρμαχοι της ελευθερίας της αγοράς, παραμένει υπόδουλος ενός συστήματος που τρέμει τον ανταγωνισμό και τρέφεται –όχι μόνο μεταφορικά- από τα παντοδύναμα καρτέλ.

Χάσαμε τη βιομηχανική επανάσταση, χάσαμε την επανάσταση της πληροφορικής, χάνουμε την επανάσταση της πληροφορίας και της δικτύωσης και επιβραβεύουμε ότι πιο αρτηριοσκληρωτικό υπάρχει ως ιδεολογία. Δείτε τα τρία πρώτα κόμματα σε προτιμήσεις στις δημοσκοπήσεις. Η πιο σκοτεινή πλευρά του συντηρητικού κόμματος, με έναν αρχηγό που «μιλάει στη Παναγία» και ένα επιτελείο από εθνικιστές τουρκοφάγους. Ένα, υποτίθεται αριστερό, μόρφωμα, με λατρεία στους δικτάτορες της κεντρικής αμερικής, που δεν είναι σίγουρο ότι θέλει το ευρώ, αλλά σίγουρα θέλει ένα κράτος τεράστιο, δυσλειτουργικό, ημισοβιετικού τύπου, το οποίο βεβαίως δε μπορεί να περιγράψει διότι δεν έχει συμφωνήσει ακόμα η συνιστώσα Ρόζα Λούξεμπουργκ. Τέλος, ακολουθεί το επιστέγασμα της καφρίλας μας, το ναζιστικό κόμμα. Αν σε αυτά προσθέσουμε τα ποσοστά του σταλινικού ΚΚΕ, των ψεκασμένων ελλήνων και κάτι ψιλά από διάφορους βαρεμένους σαμουράι, τότε καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει σωτηρία.
Γύρω μας όλα τρέχουν προς το μέλλον διαολεμένα. Ένα μέλλον που φαίνεται να ξεπερνά και τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας και εμείς σφαζόμαστε ακόμα για την παστερίωση του γάλακτος, θέμα που έχει λυθεί από τα μέσα του 18ου αιώνα.

Αφήνουμε να μας διοικούν άνθρωποι χωρίς όραμα, χωρίς πυξίδα, χωρίς πολιτική πρόταση, διότι οτιδήποτε ξεφεύγει από τα τετριμμένα, φοβίζει. Οτιδήποτε πάει να ενοχλήσει τα κατεστημένα, βρίσκει απέναντί του μπετοναρισμένη την αντίδραση. Είτε μεταφράζεται σε «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», είτε στηρίζεται στα εθνικοχριστιανικά ανακλαστικά της μαύρης συντήρησης, είτε στην αγοραία σχέση της Πατρωνίας που έφεραν από την αρχαία Ρώμη οι πολιτικάντηδες και βόλεψε μέχρι σήμερα πους έχοντες την κουτάλα της εξουσίας.

Ταξιτζήδες, οδηγοί φορτηγών, φαρμακοποιοί, δικηγόροι, δημοσιογράφοι, συμβολαιογράφοι, μηχανικοί, ων ουκ έστιν αριθμός συντεχνιών αλληλεπιδρούν με τους έχοντες την εξουσία και απολαμβάνουν προνόμια ο καθένας εις βάρος του άλλου και όλοι μαζί εις βάρος του συνόλου. Όλοι το βλέπουν, όλοι το γνωρίζουν, μα κανείς δε λύνει το γόρδιο δεσμό. Με ένα νόμο και ένα άρθρο που λέει και ο Σύριζα. Όλα από την αρχή σε λευκή κόλα.

Τι το προοδευτικό έχει μια αριστερά που αντιδρά σε όλα αυτά; Τι πιο συντηρητικό από τον εναγκαλισμό με το παρελθόν και το «ναι» σε κάθε κάλεσμα, κάθε συντεχνίας; Τι πιο αναχρονιστικό από την αντίδραση στη συνεχή αξιολόγηση όλων και για τα πάντα. Πώς θα επιβραβευτεί ο δάσκαλος, ο καθηγητής, ο γιατρός ή ο δικαστής, ο υπάλληλος στο ΚΕΠ ή αυτός στην εφορία που κάνει το κάτι παραπάνω για τον πολίτη στην εργασία του; Ποιό το κίνητρο όταν όλοι βράζουν στην ίδια σούπα. Όταν ο άσχετος, το βίσμα και ο τεμπέλης έχουν τον ίδιο βαθμό, τις ίδιες απολαβές και την ίδια εξέλιξη με αυτόν που προσπαθεί και θέλει να προσφέρει το καλύτερο; Δεν το βλέπουν; Δεν ακούν την κοινωνία; Δεν αφουγκράζονται τους καιρούς;
Βάζοντας ιδεολογικό μανδύα στο απόλυτο τίποτα και συντηρώντας τη μιζέρια της στατικότητας ποιόν νομίζουν ότι προστατεύουν και για ποιόν νομίζουν ότι δουλεύουν οι λανθάνοντες «αριστεροί»; Προστατεύεται ο αδύναμος μαθητής από τον καθηγητή που κοιτάει το ρολόι του να τελειώσει η ώρα, ή από αυτόν που θα οργανώσει εθελοντικά απογευματινά μαθήματα; Βρίσκει δουλειά ο ανειδίκευτος εργάτης στον ΟΛΠ χωρίς να είναι συγγενείς εργαζομένου, ή στην cosco των μισητών Κινέζων που χάλασαν την πιάτσα με τα μικρότερα μεροκάματα; Να αφήσουμε το Ελληνικό να παραμείνει το μεγαλύτερο αναξιοποίητο χωράφι μέσα σε ευρωπαϊκή πόλη, ή να δούμε πώς θα το χαρούν οι Αθηναίοι με τον καλύτερο δυνατό αλλά βιώσιμο τρόπο;

Δυστυχώς, όταν θεωρείς εαυτόν προοδευτικό, κοντράροντας το ρεύμα των αλλαγών την ώρα που θα έπρεπε να τις ορίζεις πρώτος και να χαράζεις πορεία, τότε αυτό που θα έπρεπε να είναι προϊόν συζητήσεων και συμβιβασμών γίνεται προϊόν διελκυστίνδας. Και στο παιχνίδι αυτό η μια ομάδα νικά και η άλλη είναι πεσμένη στο χώμα. Έτσι σου προκύπτει Άδωνης υπουργός να δηλώνει ότι οι ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ είναι μέτοχοι εταιρίας και όταν η εταιρία δεν έχει χρήματα δε δίνει μέρισμα, ως εκ τούτου οι ασφαλισμένοι θα πρέπει να παίρνουν σύνταξη όποτε έχει χρήματα το Ταμείο! Έτσι σου προκύπτει κυβέρνηση που μιλά επίσημα για «λαθραίους» και αναφέρεται σε ανθρώπινες ψυχές. Κυβέρνηση που κλείνει τις πόρτες των νοσοκομείων στους μη έχοντες, που αφήνει τους χρόνια ασθενείς να πεθάνουν αβοήθητοι, που κωφεύει στις κραυγές αγωνίας των ανέργων, των οικογενειών που δεν μπορούν να ζεστάνουν τα παιδιά τους, αυτών που δεν έχουν ένα πιάτο φαγητό.

Η άμυνα στην παντοδυναμία της «αγοράς» που εκμηδενίζει τη μονάδα, δεν είναι η οχύρωση στα πλαστά κεκτημένα των συντεχνιών. Είναι οι νέες ιδέες. Δε μπορούμε να συζητάμε με τους όρους περασμένων αιώνων τα προβλήματα του σήμερα. Οφείλουμε να σκεφτούμε έξω από τις περιχαρακώσεις. Ζούμε σε μια εποχή που οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις στον κόσμο δεν έχουν τεράστια εργοστάσια, με χιλιάδες εργάτες, σε ατέλειωτες γραμμές παραγωγής, αλλά μερικές εκατοντάδες σπουδαίων νεανικών μυαλών. Οι πλουσιότεροι άνθρωποι του πλανήτη δεν πουλάνε αυτοκίνητα, αλλά επενδύσεις ή software. Το χρήμα δε συγκεντρώνεται στις τράπεζες για να επαναδιοχετευτεί στην αγορά μέσω δανείων, αλλά σε επενδυτικά funds για να αυγατίσουν στον τζόγο παραγώγων. Ο καπιταλισμός έχει χάσει το μπούσουλα και τρώει τις σάρκες του, τη μικρή και μεσαία αστική τάξη, τις οποίες ισοπεδώνει προς όφελος του 1% που κατέχει το 99% του παγκόσμιου πλούτου. Και μέσα σε όλα αυτά τα ουσιαστικά ανεπεξέργαστα κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα, εμείς προχωράμε κάθε μέρα σε νέο εμφύλιο για το αν το ντεπόν θα πωλείται στα περίπτερα, ή αν τα ξενοδοχεία μπορούν να έχουν 9θέσια ταξί για τους πελάτες τους.


Έχω παραιτηθεί. Όσο βρίσκουμε συνεχώς λόγους για στείρα πόλωση και όχι για λειτουργικούς συμβιβασμούς, δεν θα αλλάζει τίποτα και θα ταξιδεύουμε χωρίς χάρτες στη λεωφόρο του μέλλοντος την οποία άλλοι έχουν χαράξει. Κατατονικά παρακολουθώ την οχλαγωγία και τη διαδρομή στο πουθενά. Η επικράτηση του αυτονόητου δε μπορεί να υπάρξει μέσα σ’ ένα τέτοιο όχημα, με αυτούς τους επιβάτες και με αυτούς τους οδηγούς. Μακάρι να έχω απόλυτο άδικο. Μακάρι να διαψευστώ σύντομα. Μακάρι αυτή η διαδρομή να είναι απλά και μόνον ένας εφιάλτης…