12 Φεβ 2016

Καλό ταξίδι ρε μούργο!

Και ξαφνικά κάποιος εκεί ψηλά παρατάει την επετηρίδα και αποφασίζει να δώσει στον βαρκάρη νόμισμα για έναν από τη δική μας ΕΣΣΟ. Όχι μετά από δυστύχημα, ούτε από τίποτα κωλοκαρκίνους. Από γρίπη ρε φίλε!
Ο χάρος που είχε χάσει δυό φορές απανωτά το ματσάκι, τελικά το έστησε και πήρε τον Μούργο μας με πουστιά.
Δυό φορές είχανε συναντηθεί στα μαρμαρένια αλώνια ενός παγωμένου χειρουργείου στην μακρινή Αγγλία. Εκεί όπου οι νευροχειρούργοι του ανοίξαν το κεφάλι και έπαιξαν με τους νευρώνες που είχαν μπερδευτεί σε δαιδαλώδεις δρόμους. Την πρώτη φορά το παιχνίδι το δώσαμε παράλληλα. Εγώ στη Θεσσαλονίκη και ο Μήτσος στην Αγγλία τις ίδιες μέρες.
«Τα καταφέραμε ρε» μου έλεγε μερικούς μήνες μετά που γύρισα ανακατασκευασμένο ερείπιο από τη χώρα του Σόιμπλε και του ντόκτορ Κάπς. «Τον σκίσαμε το χάρο!».

Δημήτρης Γκίκας.
Το
must στις μικρομεταφορές!

Αυτό το σλόγκαν έγραφε η επαγγελματική του κάρτα. Δεν ξέρω με σιγουριά ποιος από όλους τους παλαβούς εκείνης της υπέροχης παρέας το είχε σκαρφιστεί, αλλά ο Μήτσος το τύπωσε με περηφάνια. Την ίδια περηφάνια που είχε όταν από έφηβος, την ώρα που εμείς σκεφτόμασταν την επόμενη γκόμενα ή τα γκριπς που θα βάλουμε στο φτιαγμένο μας παπί, ο Δημήτρης είχε να βοηθήσει τον πατέρα του στις μετακομίσεις. Και όταν αυτός έφυγε νωρίς, ο Μήτσος κληρονόμησε ένα μπουρδέλο φορτηγάκι με αιώνες λειτουργίας, μερικά χρέη στο καταραμένο ΤΕΒΕ, τον άρρωστο Χρήστο τον μεγάλο του αδελφό, ένα σπιτάκι με τσιμεντένια αυλή βγαλμένο λες από ελληνική ταινία του ’50 και μια βασανισμένη μάνα.
Τα αμέτρητα φορτία που κουβάλησε στην πλάτη, του σακάτεψαν ισχίο και γόνατα πριν πατήσει τα 40. Η κατάρα του εργάτη.
Ο Μήτσος εκεί. Μικρομεταφορές. Μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Ο ίδιος κάπως θα την έβγαζε, οι άλλοι δύο;
Τον ζήλευα το ομολογώ!
Δεν ζήλευα τις απίστευτες γνώσεις του στη μουσική. Δε ζήλευα τον τρόπο που απομνημόνευε χωρία ολόκληρα από τα βιβλία που καταβρόχθιζε. Δεν ζήλευα τα Αγγλικά του, που ανάθεμα αν κατάλαβα ποτέ που διάολο τα έμαθε. Δε ζήλευα καν τα μάγια που έκανε στις τσιπούρες και έπεφταν με τα μούτρα στα δικά του μόνο πεταχτάρια.
Ζήλευα την απλότητά του, που με πήγαινε πίσω στα παιδικά μου χρόνια, στον Χαράλαμπο και τη Βασίλω, τον κυρ Βαγγέλη και την Αλτάνα, τη θεία Χαρίκλεια, τον θείο τον Βασίλη. Ζήλευα την ικανότητα να χαίρεσαι πραγματικά με πράγματα απλά. Να σου φτιάχνει τη μέρα η μυρωδιά από το ψημένο ψωμί. Να στήνεις τσιμπούσι με φίλους πάνω σε μια ψησταριά που έριξες δυο τρεις μουρμουρίτσες που σπαρταράν και δίπλα στο καζάνι να βράζουνε τα μαζεμένα από τα χέρια σου χόρτα. Έφτιαχνε πίτα η μαμά κι ο Μήτσος κέρναγε σα να ‘τανε η τούρτα της γιορτής του. Εμείς μπορεί να είχαμε κατάθλιψη για ένα κάρο ανούσιες στο τέλος παπαριές και ο Μήτσος έπαιρνε μέσα στην χαρά να πει: «Η μάνα ζύμωσε ψωμί, είναι υπέροχο. Πάρε το Κατερινιό κι ελάτε». Ψωμί κι αλάτι. Η ουσία της ζωής…

Μιλήσαμε τη μέρα της γιορτής μου. Δεν είχε κάποιον να τον φέρει σπίτι κι εμείς σε λίγο θα βγαίναμε. Ήταν πιο ενθουσιασμένος από παιδάκι στη Ντίσνεϊλαντ: Το Διονυσάκι του είχε χαρίσει ένα τάμπλετ! Είχε χωθεί ολόκληρος μέσα στους ωκεανούς της πληροφορίας και φόρτωνε ασταμάτητα δεδομένα στις αποθήκες της θαυμαστής του μνήμης. «Είναι μαγικό», μου έλεγε, «βρίσκω απαντήσεις σε κάθε απορία που μπορώ να σκεφτώ.»

Πριν τρεις μέρες σήκωσε υψηλό πυρετό. Την επόμενη εισήχθη στο νοσοκομείο. Εχθές τον έβαλαν στην εντατική όπου και κατέληξε. Από γρίπη. Από γρίπη ρε φίλε, ενώ είχε βγει καθαρός από δύο εγχειρήσεις στον εγκέφαλο!

Κάποιος εκεί ψηλά θα ήθελε dj, παρέα στο ψάρεμα ή κάποιον αυθεντικό προλετάριο για να φιλοσοφεί.

Καλή αντάμωση ρε φίλε.