18 Σεπ 2016

Σώστε οτιδήποτε αν σώζεται

Γνωρίζουμε οτι εδώ και μια 20ετία το χειρότερο που έχει να επιδείξει ο κλάδος μας είναι οι λαδιάρηδες και οι συνδικαλιστές του. Πραγματικά, δεν ξέρω ποιοι έχουν κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά, αν και με ένα κανονικό πειθαρχικό οι συκοφάντες, οι εκβιαστές, τα payroll και τα κάθε είδους αποβράσματα της δημοσιογραφίας θα ήταν πιο μαζεμένοι και πιο… διαγραμμένοι!

Άρα, επανέρχομαι στους συνδικαλισταράδες μας οι οποίοι αφού κατέστρεψαν κάθε ψήγμα διαπραγματευτικής δύναμης που είχε ο κλάδος, αφού έκαναν την ΕΣΗΕΑ το αγαπημένο ανέκδοτο των εργοδοτών, αφού με τις μαλακίες τους απαξίωσαν την έννοια της απεργίας, κατάφεραν και να είναι τόσο σκοτωμένοι μεταξύ τους σε σημείο που αδυνατούν να συνεννοηθούν για το παραμικρό.  Ενώ ο κλάδος είναι διαλυμένος και δέχεται λυσσαλέες επιθέσεις από τη γάγγραινα των διαφημιστών, από πολιτικούς, κυβερνήσεις, κόμματα, οργανωμένα συμφέροντα, wannabe εκδότες και καναλάρχες και κάθε άλλη ύαινα που μύρισε το θάνατο, οι ίδιοι οι… «επιτελάρχες» του σωματείου επιδίδονται εδώ και μια 5ετία σε ένα ιδιότυπο εμφύλιο που έχει να κάνει μόνο με τους ίδιους, τις ιδεοληψίες τους, την κοπριά που κουβαλούν μέσα στο κεφάλι τους και το ποιος «κατουράει μακρύτερα».

Κατέστρεψαν την ΕΣΗΕΑ, δεν κατάφεραν στιγμή όχι να προλάβουν αλλά ούτε καν να καταλάβουν τις εξελίξεις και τώρα πια χάνουν και το μοναδικό πράγμα για το οποίο άξιζε να παλέψουμε, τον ΕΔΟΕΑΠ.

Μέχρι και το παιδάκι που μόλις έκατσε μπροστά σε υπολογιστή διαδικτυακής γαλέρας, γνωρίζει εδώ και 3-4 χρόνια ότι το αγγελιόσημο αποκλείεται να συνεχίσει να υπάρχει με τη μορφή που έχει. Τα δύο τελευταία χρόνια δε, αυτό είχε γίνει απολύτως σαφές σε όλους και από κάθε κυβερνητικό ή άλλο υπεύθυνο. Τι έκαναν γι αυτό οι συνδικαλισταράδες που ΕΜΕΙΣ ΕΚΛΕΞΑΜΕ; Τσακώθηκαν. Για την ακρίβεια, τσακώνονται συνέχεια. Ανταλλάσσουν απειλές, ενίοτε βρισιές, βγάζουν ανούσιες ηλίθιες ανακοινώσεις τις οποίες διαβάζουν μόνοι τους και φτιάχνονται. Όλοι τους για το «καλό του κλάδου». Του κλάδου που τον έχουν γραμμένο στα παλαιότερα των υποδημάτων τους και δεν τον έχει ενημερώσει κανείς για το τι ακριβώς συζητιέται πίσω από τις κλειστές πόρτες.

Το Σωματείο που έχει για μότο τη ρήση πως «η δημοσίευση είναι η ψυχή της δικαιοσύνης» αρνείται να δημοσιεύσει τις συζητήσεις για το μέλλον του πόρου για το Ταμείο μας και εν έτη 2016 μας εγκαλεί για μη συμμετοχή όταν ζητεί να παραβρεθούμε κάθε τόσο σε μια χαώδη συνέλευση σε κάποιο ξενοδοχείο για να δούμε τους ίδιους χαχόλους να τσακώνονται. Ποτέ δεν πέρασε όμως από το μυαλό τους για παράδειγμα, η δημιουργία μιας διαδικτυακής πλατφόρμας προτάσεων τύπου opengov.

Λοιπόν αγαπητοί μου ανύπαρκτοι, ανίδεοι και επικίνδυνοι ΕΚΛΕΓΜΕΝΟΙ συνδικάλες. Οδηγήσατε σε έναν πόλεμο αντί σε μια διαπραγμάτευση, διότι αρνηθήκατε να δείτε την πραγματικότητα. Καταφέρατε να τους βάλετε όλους απέναντι: πολιτικούς, φορείς, εργοδότες, κοινωνία, και να έχετε και στον κλάδο δύο εμφύλιους να μαίνονται. Έναν τον δικό σας «πολιτικό-ιδεολογικό» (!) και έναν με το να αρνείστε τη νέα πραγματικότητα του διαδικτύου.

Τώρα πια, πάνω στα καπνισμένα ερείπια, έχετε μία και μόνο δουλειά πια να κάνετε:
Να υπάρχει ο ΕΔΟΕΑΠ την επόμενη ημέρα.
Να υπάρχει για την περίθαλψη, το φάρμακο και την επικούρηση εργαζομένων και συνταξιούχων στα ΜΜΕ.

Δεν ενδιαφέρουν κανέναν οι ιδεοληψίες της κάθε Πόπης, οι απειλές του κάθε Νίκου, οι ασυναρτησίες του κάθε Κωστάκη κ.ο.κ. Το δόγμα του όλα ή τίποτα είδαμε πού μας έβγαλε.
Το μόνο που είναι μετρήσιμο μέγεθος πια, είναι η υγεία των ίδιων και των παιδιών μας. Είναι το φάρμακο και η επικούρηση του συνταξιούχου. Είναι η περίθαλψη των ανήμπορων.


Όποιος παίξει με αυτά στο βωμό ιδεοληψιών, έχει ονοματεπώνυμο και θα το πληρώσει όπως του πρέπει. Δε μιλάμε πια για υψηλή πολιτική και μακροοικονομία. Κανείς δε μπορεί να παίζει παιχνιδάκια με τη ζωή των παιδιών μας χωρίς να υποστεί τις συνέπειες. 
Κατανοητό;

10 Σεπ 2016

Το Μποτάκι μου


Ήταν 15αύγουστος πριν την Αλλαγή. Έβραζε ο τόπος στις Ράχες και έπαιζα με το «αδελφάκι μου» το Νίκο κάτω από τον ίσκιο της μουριάς στο σπίτι της θείας της Μαρίας. Εκεί συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Ήταν ένα πλασματάκι όσο η παλάμη ενός ενήλικα. Δεν της έριξα δεύτερη ματιά. Άλλωστε δεν έπρεπε να ζηλέψει ο μεγάλος, τον οποίο μόλις είχα πείσει ότι τα νεογνά κοτοπουλάκια δεν τα μεταφέρουμε σφίγγοντας το λαιμό τους γιατί… χαλάνε!

Σε αυτό το μοτίβο συνεχίσαμε για μέχρι την ηλικία που άρχισε να μιλάει. Τι δράμα κι αυτό! Άρχιζε και σταματημό δεν είχε. Μέχρι και το κόλεϊ της οικογένειας ο Λούντβιχ, μετά από δεκατέσσερα παραμύθια που του έλεγε σερί, προσπαθούσε να πάει κάπου να κρυφτεί για να μην ακούει άλλο και την απωθούσε με την ουρά του.

Η αλήθεια είναι ότι με το Νίκο της κάναμε λίγο τη ζωή μαύρη και την πειράζαμε μέχρι σημείου βρασμού. Άντεχε όμως. Είχε βρει δε και φοβερό κόλπο για να εκδικείται: Ούρλιαζε στα καλά του καθουμένου και υποστήριζε στη μαινόμενη Καίτη ότι την πείραζε ο Νίκος! Έπιανε πάντα!

Κάπου εκεί άρχισαν και οι performance ανησυχίες της. Ενόργανη στην αρχή και χορός μετά. Δε περπατούσε κανονικά ούτε λεπτό. Πηδηματάκια, συνεχείς κωλοτούμπες και σπαγγάτο ενώ (βεβαίως) σου μίλαγε. Τσατάλια τα νεύρα. Πρέπει να πήγα σε περισσότερες παραστάσεις χορού απ’ ότι σε συναυλίες. Αν μπορούσα ας έκανα κι αλλιώς.
-          Γιώργο (έλεγε στον Σακκά μια Κυριακή του Νοεμβρίου), έχω παράσταση το Σάββατο, θα έρθεις να με βγάλεις φωτογραφίες;
-          Βεβαίως Μποτίνι, το Σάββατο που μας έρχεται;
-          Όχι, τον Ιούνιο!!!
Η συνομιλία είναι αληθινή.

Δεν είμασταν «κοντά». Τη λάτρευα πάντα, αλλά η διαφορά ηλικίας δεν μπορούσε να υπερκαλυφτεί. Στα 25 μου ήταν 13. Χάος.
Μέχρι που τον Αύγουστο του 2003 πήγαμε μαζί διακοπές στο Κουφονήσι. Δε θα σταθώ στα υπόλοιπα, μα μου έχει μείνει το παγωτό χωνάκι που τρώγαμε αργά το βράδυ τα δυό μας, καθισμένοι στο πεζούλι από τις καλαμιές χωρίς να λέμε κουβέντα. Άχνα. Και για εμένα τουλάχιστον ήταν σαν να τα είχαμε πει όλα. Μαγικό.
Εκεί μεγάλωσε για μένα. Εκεί, χωρίς να πούμε κουβέντα, έγινε στα μάτια μου από αγαπημένο ανιψάκι, το δικό μου Μποτάκι.

Το Μποτάκι που έμελλε αργότερα να είναι ο άνθρωπος που θα με τράβαγε καθημερινά από την προσδοκία ενός θανάτου που θα σταματούσε το συνεχή πόνο. Που θα γινόταν το «ηχείο» μου στον κόσμο και ο προστάτης άγγελος.
Μέχρι και βόλτα με λίαρ τζέτ την έχω πάει την αχάριστη. Εγώ τρελά χαρούμενος στο κλειστοφοβικό φορείο γεμάτος καλώδια, σωλήνες και πράγματα που κάνουν μπίπ, να κοιτάω από κοντά τις χιονισμένες Άλπεις και ο Μπότος με τους δύο γιάτρουλες με γουρλωμένα τα μάτια από αγωνία μην τους πάθω τίποτα κατά τη διάρκεια της πτήσης και χαιρετήσω τον πλάτανο…

Έχετε δει στα σήριαλ τους κυριούληδες  με την τραχειοτομία που διηγούνται την ιστορία της ζωής τους; Ε, δεν παίζει! Δεν μπορείς να μιλήσεις με τραχειοτομία και αναπνευστική υποστήριξη. Καθόλου. Ντίπ. Ούτε να φωνάξεις. Ούτε να ουρλιάξεις. Αν, δε, έχεις και μια περιποιημένη τετραπληγία, τότε δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο από το να κουνάς το κεφάλι, τα χείλια και να ανοιγοκλείνεις τα μάτια. Μπορείς όμως μια χαρά να εκνευρίζεσαι, να θυμώνεις, να κλαίς, να λυπάσαι, να πέφτεις σε κατάθλιψη, να θέλεις να σκοτώσεις και να θέλεις να ψοφήσεις μπας και ξεμπερδέψεις.

Όλα αυτά καλέστηκε να τα διαχειριστεί στα καλά καθούμενα η Μπετίνα. Από το Κουφονήσι που θα πήγαινε με τον Μπάξα, βρέθηκε στην κόλαση του Άλενσμπαχ. Δίπλα μου 18 ώρες την ημέρα, κάθε μέρα, για τέσσερις μήνες (χωρίς να βάλω μέσα ένα μήνα «προθέρμανση» στη Θεσσαλονίκη).

Διάβαζε τα χείλη μου και μετέφερε τι έλεγα σε γιατρούς και θεραπευτές. Μου μετέφραζε όταν δεν καταλάβαινα τι έλεγαν, κανόνιζε όλα τα διαδικαστικά, ήταν μαζί και βοηθούσε ενεργά σε φυσιοθεραπείες και εργοθεραπείες, τσακωνόταν με γιατρούς και νοσοκόμες, κανόνιζε τα πάντα και φρόντιζε τα πάντα. Μετά, το βράδυ, καθόταν εξουθενωμένη μέχρι να με πιάσουν τα χαπάκια και βλέπαμε ταινίες στο star. Πρέπει να έχουμε δει ό,τι απίστευτη μαλακία έχει υπάρξει.
Το πρόβλημα ήταν το τηλέφωνο. Το καθημερινό τηλεφώνημα στις 8 ώρα Ελλάδας στην Κατερίνα και τη Βίλυ. Κράταγε το ακουστικό του κινητού στο αυτί μου, εγώ άκουγα, κουνούσα τα χείλη μου, η Μπετίνα προσπαθούσε να μεταφέρει, ξανά το τηλέφωνο στο αυτί μου… Έχετε δοκιμάσει να πείτε ένα ζεστό και καθησυχαστικό «σ αγαπώ» μέσω άλλου; Ε, δε γίνεται!
Ήξερε πότε έπρεπε να κρύψει τα δάκρυά μου, ήξερε πότε έφτανα στα όριά μου, ήξερε πότε παρακάλαγα να τελειώσει το μαρτύριο του νευρολογικού βρογχοσπασμού. Μου τα έχωνε άσχημα όταν δήλωνα παραίτηση, κλαίγαμε παρέα όταν οι πόνοι δεν πέρναγαν με τα φάρμακα.

Το 25χρονο κοριτσάκι είχε γίνει για τους άλλους η καραμπιτσάρα Φράου Μπετίνα. Για εμένα η Φράου-λίτσα μου.

Το Μποτάκι μου κάνει οικογένεια. Παντρεύεται σήμερα και κάπου εδώ κανονικά θα έγραφα ότι ο γαμπρός θα πρέπει να προσέχει και ότι η ανάσα μου θα είναι στο σβέρκο του μια ζωή, διότι όποιος πληγώσει τη Μποτ…κτλ
Ο Μπάξας όμως δεν χρειάζεται τέτοιες νουθεσίες. Πρώτον γιατί έχει αποδείξει τόσα χρόνια ό,τι χρειαζόταν ν’ αποδείξει και δεύτερον γιατί στο Άλενσμπαχ τα Χριστούγεννα του 2007 είχα δει στο βλέμμα του την ίδια απειλή προς εμένα: «Μην μου τη ζορίσεις άλλο, θα έχεις να κάνεις μαζί μου θείο»!

Αρπάχτε τη ζωή απ τα μαλλιά, δείξτε της  ποιος είναι το αφεντικό, κάντε παιδιά για να νιώσετε την αληθινή ευτυχία και να έχετε πάντα
Καλή τύχη αγάπες μου.