22 Αυγ 2017

Σαν σήμερα δέκα χρόνια πίσω...

Στην άβυσσο
  
Άνοιξα τα μάτια. Όλα θολά. Τα ξαναέκλεισα και προσπάθησα να τα τρίψω. Τζίφος. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Τι όμως; Δεν ξέρω, το μόνο που ήθελα ήταν να ξανακοιμηθώ. Ή μήπως προσπαθούσα να ξυπνήσω; Κρύο. Κρύο και νύστα. Κάτι μου ρούφαγε την ενέργεια. Ή μήπως δεν υπήρχε καθόλου ενέργεια. Θολούρα. Πού είμαι; Τι είναι εδώ; Γιατί δεν ξεχωρίζω τίποτα; Πού είναι οι τοίχοι; Γιατί έχει τόσο κρύο; Μια κουβέρτα ρίξτε μου και αφήστε με να κοιμηθώ.
Ποιος είναι αυτός ο μαλάκας που φωνάζει από πάνω μου; Πόση ώρα έχει περάσει; Κοιμήθηκα πάλι; Κανείς δεν άνοιξε το καλοριφέρ. Κάνει κρύο…
-       - «Άνοιξε τα μάτια σου Γιάννη» φωνάζει η αντιπαθητική φωνή που με ξυπνάει.
-     - «Ανοιχτά τα έχω μαλάκα, δε βλέπεις;» του λέω, μα αυτός επιμένει και το ξαναλέει πάνω από δέκα φορές.
-        «Άι γαμήσου» απαντάω ξέπνοα και παραδίνομαι στην ήσυχη αγκαλιά της θολούρας του μυαλού μου.
Γιατί δε με αφήνουν ήσυχο; Ποιος είναι πάλι αυτός που με πασπατεύει; Γιατί δεν μπορώ να τον ακούσω; Τι στο διάολο γίνεται; Ονειρεύομαι; Είμαι ξύπνιος; Ούτε να ανησυχήσω δε μπορώ. Μιλάμε για τρελή κούραση. Όταν δε με ενοχλούν είναι τέλεια. Μπαίνω μέσα σ’ εκείνο το ζεστό κουκούλι όπου όλα είναι άσπρα, θολά και πάνω απ’ όλα ζεστά και αυτό σα να με τραβάει προς τα κάτω. Προς το κέντρο της γης. Γίνομαι χιλιάδες κιλά και μετά ένα πούπουλο με τα μόρια του κορμιού μου αποσυντίθεται, αυτονομούνται και απορροφούνται σε μια τεράστια δίνη. Σούπερ είναι εδώ. Ξεκούραστα. Και ήσυχα, πολύ ήσυχα.
Είναι σα να έχω βουτήξει στα βάθη της θάλασσας. Αρνητική βαρύτητα, μουσική αρμονία στην κίνηση των σωμάτων κατά πώς ορίζει το νερό,  θολά χρώματα με κυριαρχία του γαλάζιου και ήχοι που μόνο εδώ μπορείς να απαντήσεις. Η στολή χοντρή να προφυλάσσει από το κρύο και τα άκρα μουλιασμένα από το νερό και ντυμένα κι αυτά με νεοπρέν χάνουν την αίσθηση της αφής. Αν, δε, τα βάθη είναι μεγάλα και η μπουκάλα που σε συνδέει με τη ζωή δεν έχει μείγματα κατάλληλα, η μέθη παραμονεύει να σε μαγέψει και να σε κρατήσει κάτω, εκεί, στον παραμυθένιο κόσμο του βυθού. Στο χορό των φυκιών και τη μακαριότητα των κοχυλιών. Ζάλη στην αρχή, αποπροσανατολισμός και ένα αίσθημα ευφορίας όταν το άζωτο εισέλθει στο κεντρικό νευρικό σύστημα και μεταβάλλει την ηλεκτρική δραστηριότητα των μεμβρανών των νευρικών κυττάρων, με αποτέλεσμα να επιβραδύνει τη διάδοση των νευρικών σημάτων.
Μα δε θυμάμαι να βούτηξα. Για την ακρίβεια δε θυμάμαι τίποτα. Και δε βλέπω τίποτα. Και σίγουρα δεν ακούω τίποτα. Μα το πιο περίεργο είναι ότι δε νιώθω τίποτα. Ούτε τα άκρα μου, ούτε το σώμα μου. Δεν είμαι σίγουρος αν νιώθω καν το κεφάλι μου. Κουνάω δεξιά, αριστερά τα μάτια. Αυτό το μπορώ και το καταλαβαίνω. Δεν ξέρω όμως αν είναι ανοιχτά ή κλειστά!
Μια θάλασσα από λευκογκρίζα σούπα. Ούτε ο αέναος χορός των σωμάτων υπάρχει εδώ, ούτε τα απίστευτα χρώματα που ζωγραφίζουν στους μυημένους οι λιγοστές ακτίνες του ήλιου που πεισματικά κατεβαίνουν μέχρι το βυθό της θάλασσας. Μόνον η λύτρωση του σωματικού βάρους και μια τεράστια αβεβαιότητα.  Ο υπερυπολογιστής του μυαλού δεν παίρνει από πουθενά δεδομένα και προχωρά μάταια σε αλλεπάλληλα reboot.
Φευ, καμιά αίσθηση δε λειτουργεί. Καμιά δε συνεργάζεται με τον κεντρικό πυρήνα. Όραση, ακοή, όσφρηση, αφή, γεύση απλά δεν υπάρχουν. Πανικός. Νέα επανεκκίνηση, δοκιμή και τίποτα δεν άλλαξε. Νεκρά όλα, αρνούνται να μεταδώσουν πληροφορίες  στον εγκέφαλο. Check πάλι βάζοντας και τις λοιπές αισθήσεις: αίσθηση θερμότητας, αίσθηση ισορροπίας, αίσθηση πόνου, αίσθηση ιδιοδεκτικότητας.  Τίποτα…
Χαμένος μέσα σ΄ ένα παχύρευστο ζωμό. Ένας χυλός από το απόλυτο τίποτα με περιβάλλει. Να φοβηθώ; Δε μπορώ. Το μυαλό δουλεύει σε τρελούς ρυθμούς. Σχεδόν το ακούω, μέσα στην απόλυτη σιγαλιά, να προσπαθεί να βρεί αποδεκτή για το γνωστικό του επίπεδο απάντηση στο τι μας συμβαίνει. Αρχίζω και κουράζομαι. Άστο βρε πουλάκι μου, τι το ψάχνεις; Νυστάζω. Νυστάζω και άρχισα να κρυώνω πάλι. Αν με αφήσεις να κοιμηθώ όλα θα τελειώσουν. Το ξέρω, το αισθάνομαι. Ούτε φόβος, ούτε πανικός, ούτε απορίες, ούτε άλλες προσπάθειες να καταλάβουμε τι γίνεται.
Reboot
    
 -----------------------------------


 -        «Σφίξε το χέρι μου. Έτσι μπράβο, κούνα το πόδι σου. Μπράβο. Μπράβο…»
Σε ποιόν μιλάει αυτός; Ο ίδιος δεν είναι που ούρλιαζε πριν; Τι διάολο, γιατί δεν μπορώ να τον δώ; Πότε θα φύγει αυτή η λευκή θολούρα; Ρε μπας και τα έχω τινάξει τα πέταλα και… Και τι; Μου λέει ο Άγιος Πέτρος να κουνηθώ γιατί δημιούργησα τράφικ στην είσοδο του παραδείσου; Δεν παίζει γιατί δεν έχω καμιά δουλειά με τον παράδεισο. Στην κόλαση τότε; Και όλοι αυτοί που γράφανε για τέρατα, για ζέστη και καζάνια, για βάλτους αίματος, φλεγόμενη άμμο, κοχλάζουσα πίσσα και αιώνιο πύρ; Εδώ έχει κρύο και τα πάντα είναι φωτεινά. Θολά αλλά φωτεινά. Σα να με έχουν κλείσει μέσα σε ένα κουκούλι. Χαχα, πολλές ταινίες βλέπεις μεγάλε και σε χάλασε το Χόλιγουντ. Σιγά μη μεταμορφωθείς και σε πεταλούδα.
-        «Έλα, προσπάθησε λίγο, σφίξε το χέρι μου. Κούνα τα δάχτυλά σου. Άνοιξε τα μάτια σου.»
Σ’ εμένα πρέπει να μιλάει αυτός. Τι ηλίθια γλυκανάλατη φωνή.
-        «Μίλα κανονικά ρε μαλακομπούκωμα. Τι θέλεις;»
Έκλαμψη. Ξέρω ποια είναι αυτή η φωνή. Ξέρω πού είμαι!
-        «Γιατί δε βλέπω γιατρέ;»
-        «Κούνα τα δάχτυλά σου»
-        «Ναι, τα κουνάω, αλλά γιατί δε βλέπω;»
-        «’Ελα, μια προσπάθεια μόνο και μετά ξανακοιμάσαι. Τα δάχτυλά σου κούνα.»
-        «Τα κουνάω γιατρέ μου, θα μου πείς τώρα;»
-         «Γιάννη, σου μιλάω, με ακούς; Γιάννη… Γιάννη…»
Όχι ρε πούστη. Όχι. Δε μπορεί. Τι παίζει; Γιατί δε με ακούει; Γιατί δεν τον βλέπω; Γιατί δε νιώθω τίποτα; Γιατί επιμένει με τα δάχτυλα;
-        «Γ Ι Α Τ Ρ Ε Ε Ε Ε…»
 Πανικός. Αυτός είναι πανικός, όχι οι ψευτοκρίσεις που με έπιαναν τόσα χρόνια. Νομίζω ότι ανασαίνω σαν ατμομηχανή , η πίεση πρέπει να έχει φτάσει στο βαθύ κόκκινο. Τρέμω. Αλλά τώρα δεν είναι από το κρύο, είναι από το φόβο. Ωμός, ολοκάθαρος, αρχέγονος φόβος. Ο τρόμος του απόλυτου άγνωστου. Ναι, έτσι πρέπει να είναι η κόλαση. Γιατί τη μελέταγα πρίν; Να ΄τη τώρα μπροστά μου. Με υποδέχεται με όλα της τα κάλλη απλωμένα. Το στήθος μου θα σπάσει. Τουλάχιστον αισθάνομαι κάτι πιά. Δε φτάνει η ανάσα μου. Φοβάμαι. Ναι, φοβάμαι τρελά. Όσο δεν έχω ποτέ φοβηθεί ως τα τώρα. Το ξέρω γαμώτο, το ξέρω. Έγινε μαλακία στην επέμβαση, γι αυτό δεν μπορώ να νιώσω το σώμα μου. Γι αυτό είναι τόσο ανήσυχη η φωνή του Καμπέλη.
-        «Τη γαμήσαμε…» ψελίζω, μάλλον στον εαυτό μου παρά σε οποιονδήποτε άλλο και σταματάω να παλεύω...

-        «Τη γαμήσαμε…»