16 Ιαν 2012

Προσβασιμότητα: ούτε τα αυτονόητα


  Zugspitze: Η «κορυφή της Γερμανίας». Μια βουνοκορφή 2964 μέτρα ψηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας στις Βαυαρικές Άλπεις. Ένα μέρος μαγικό όπου μπροστά σου απλώνεται μια θάλασσα βουνών σε τέσσερις χώρες. Μέχρι εκεί που πάει το μάτι, βλέπεις τις οροσειρές των Άλπεων να διαπερνούν την Αυστρία και την Ελβετία, και ύστερα να χάνονται κάπου βαθιά μέσα στο γαλλικό έδαφος. Σαν να πετάς!
Για να φτάσεις εκεί πάνω, πρέπει από την πανέμορφη κωμόπολη Γκάρμις - Παρτενκίρχεν, δημοφιλέστερο θέρετρο της Γερμανίας και ένα από τα πιο γνωστά χιονοδρομικά κέντρα στην Ευρώπη και σε ελάχιστη απόσταση από το τέλος της  ασύλληπτης «ρομαντικής οδού», να πάρεις το τρένο για το πλατό του Zugspitze σε υψόμετρο 1000 μέτρων και μετά να διαλέξεις ανάμεσα στην ανάβαση με οδοντωτό σιδηρόδρομο όπου η μεγαλύτερη διαδρομή γίνεται μέσα από σήραγγες, ή το τελεφερίκ των 2 χιλιομέτρων που σε ανεβάζει σχεδόν κάθετα!.. Δοκίμασα και τις δύο εκδοχές πέρυσι καθώς ανέβηκα με τον οδοντωτό και μετά με λίφτ μέχρι την κορυφή, κατέβηκα όμως με το τελεφερίκ.
Τι με έπιασε και αναπολώ τη Γερμανική φύση; Μα ότι μπόρεσα να τη χαρώ, χωρίς να αγχωθώ, να φοβηθώ, να το σκεφτώ δεύτερη φορά, να επιβαρύνω τους δικούς μου ανθρώπους, να «υποχρεωθώ» σε κάποιους να με βοηθήσουν ή να νιώσω σε οποιαδήποτε στιγμή «βάρος» για κάποιους ή «διαφορετικός» από τους εκατοντάδες άλλους επισκέπτες.
Είμαι ένας από τους χιλιάδες άλλους ανάπηρους συμπολίτες μας. Έχω ατελή τετραπληγία, πράγμα που σημαίνει ότι έχω σοβαρότατα κινητικά προβλήματα, παρά το ευτυχές γεγονός ότι καταφέρνω πια και περπατάω σε ίσιωμα με τη βοήθεια βακτηρίας.
Ξεκίνησα με την σύζυγό μου και τα δυό μας παιδάκια 3μιση και 11 ετών να ανέβουμε την Κυριακή στην Πάρνηθα για να παίξουν τα πιτσιρίκια με το χιόνι. Λάθος! Διότι πλησιάζοντας ανακαλύψαμε ότι την ίδια ιδέα είχε… η μισή Αθήνα, αλλά τα παιδιά δεν διαπραγματεύονταν την άτακτη υποχώρηση που ζητήσαμε.  
Δεύτερο μοιραίο λάθος ότι είπαμε να γλιτώσουμε το σημειωτόν στα στροφιλίκια μέχρι το Mont Parnes και να πάμε με το τελεφερίκ. Ιδέα που βεβαίως είχαν και οι μισοί από τους «συνταξιδιώτες» μας. Αναμενόμενο αποτέλεσμα, μια τεράστια ουρά αναμονής για τις καμπίνες.
Ήξερα από προηγούμενες εξορμήσεις μου στο καζίνο ότι το ασανσέρ βρίσκεται στο βάθος και αριστερά από την είσοδο και προς τα εκεί κατευθύνθηκα με τεράστια δυσκολία καθώς οι αναμένοντες στην ουρά προτιμούν να σε δούνε να αποσυντίθεσαι μπροστά στα μάτια τους από έμπολα παρά να κάνουν ένα βήμα δεξιά για να περάσεις. Ο ανελκυστήρας όμως ήταν εκτός λειτουργίας!
Είδα έναν σεκιουριτά και τον πλησίασα για να τον ρωτήσω τι μπορώ να κάνω. Μου είπε ότι έχουν κλείσει το ασανσέρ λόγο του πλήθους και ότι πρέπει να πάω από τις σκάλες όπως όλοι! Στην απάντησή μου ότι αυτό ήταν αδύνατον, με το ύφος του με παρέπεμψε στους γεννητικούς του αδένες, κούνησε τους ώμους του και δεν απάντησε. Συνήθως αυτή είναι η στιγμή που δίνω στον άλλο να καταλάβει πόσες πληροφορίες διαθέτω για τις σεξουαλικές εμπειρίες του ιδίου και της οικογενείας του, όπως και τη βαθιά μου γνώση σε άγνωστες στο πλατύ κοινό και σπάνιες βωμολοχίες. Όμως ήταν μαζί μου τα κοριτσάκια μου και είχαμε πάει για να διασκεδάσουν, οπότε κατάπια την ζωηρή παρόρμηση να του σκάσω στη μύτη το μπαστούνι και επέμεινα: «Δε μπορεί κύριε, κάποια λύση θα υπάρχει…». 
Μετά από λίγα δευτερόλεπτα που κοιτούσε το υπερπέραν καταδέχτηκε να μου απαντήσει ότι θα «με ανεβάσει» από άλλο ασανσέρ μέχρι το χώρο των βαγονιών, όμως οι υπόλοιποι θα περιμένουν κάτω και θα ανέβουν  με τη σειρά τους γιατί αλλιώς αν «μας δούνε» όσοι περιμένουν θα του δημιουργήσω μεγάλο πρόβλημα. Του απάντησα ότι προφανώς αστειεύεται διότι είναι αδύνατον να μείνω τόση ώρα χωρίς τη συνοδό μου και μάλιστα όρθιος. Του εξήγησα ότι δεν  ήθελα να παρακάμψω την ουρά και θα μπορούσα να περιμένω όσο χρειάζεται αρκεί να είμαι καθιστός και να λύσουμε το θέμα με τις σκάλες. Δε φάνηκε να ασχολείται, οπότε για να μην εκνευριστώ περισσότερο και χαλάσω όλη μας τη βόλτα είπα στα παιδιά οτι δε θα κάνουμε βόλτα με το τελεφερίκ όπως θέλανε, αλλά θα ανεβαίναμε στο βουνό με το αυτοκίνητο.  Εκείνη τη στιγμή όμως εμφανίστηκε ένα άλλο παλικάρι σεκιούριτι που παρακολουθούσε τη συνομιλία, μας πήρε και μας οδήγησε σε έναν άλλο ανελκυστήρα μέσω του «μουσείου» Πάρνηθας. Ευγενέστατος και χαμογελαστός προσπάθησε να δικαιολογήσει τον συνάδελφό του με τη δικαιολογία του ξαφνικού φόρτου εργασίας και μας οδήγησε μέχρι το τελεφερίκ όπου τη σκυτάλη πήραν δύο άλλοι ευγενέστατοι και εξυπηρετικότατοι υπάλληλοι.
Μετά την ολιγόλεπτη διαδρομή την οποία και κατάευχαριστήθηκαν τα πιτσιρίκια, φτάσαμε στην κορυφή και το καζίνο, το «απόλυτο ρετιρέ της Αθήνας» όπως λέει και η εταιρία εκμετάλλευσης.
Τα κατατόπια για τις ρουλέτες τα γνώριζα καθώς είχα κάνει τη ετήσια  μικρή κατάθεση στις γιορτές, τώρα όμως ψάχναμε την έξοδο για τον εθνικό δρυμό. Με βοήθεια από τις ταμπέλες αλλά και με τη μέθοδο «πρόβατα» όπου ακολουθείς τους άλλους, περπατήσαμε στους διαδρόμους, στρίψαμε δεξιά κι αριστερά, ανέβηκα με πολύ κόπο δύο μικρές ευτυχώς σκάλες λίγων σκαλοπατιών, περάσαμε έξω από τα ουρητήρια όπου η μπόχα ήταν ανυπόφορη και φτάσαμε… σε αδιέξοδο!
Μπροστά μας ήταν το εστιατόριο «1055» και δεξιά μια στενή στριφογυριστή σκάλα που ανέβαινε στον πάνω όροφο και την έξοδο στον εθνικό δρυμό. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Ήμουν, παρά το χιόνι που έπεφτε έξω, ιδρωμένος από την προσπάθεια, είχα φάει άπειρες σπρωξιές από τύπους που πέρναγαν «από πάνω μου» για να με προσπεράσουν καθώς όντως τους έκοβα το ρυθμό έτσι όπως σερνόμουνα και είχα τζαρτζαριστεί με τους μισούς που είχαν την αντίθετη κατεύθυνση και τη σιγουριά ότι τη βακτηρία, το κούτσαμα, την ένταση και την προσήλωση στο πάτωμα και τα πόδια μου τα είχα για πλάκα και θεωρούσαν καλό να με σκουντήσουν ή να κλωτσήσουν το μπαστούνι(!) καθώς διασταυρωνόμασταν. Τώρα βρισκόμουν απέναντι σε μια σκάλα που αν προσπαθούσα να την ανέβω με τη βοήθεια της Κατερίνας και δεν με γκρεμοτσάκιζαν οι βιαστικοί, μετά θα ήταν απλά αδύνατον να την κατέβω για να γυρίσουμε πίσω έτσι όπως ήταν στενή και στριφογυριστή.
Ρωτήσαμε την καλλονή στην υποδοχή του εστιατορίου αν υπάρχει ασανσέρ για επάνω και πήραμε αρνητική απάντηση, ψάξαμε και βρήκαμε έναν και δύο και τρεις ανθρώπους του καζίνο μήπως και κάποιος γνωρίζει κάποιο μυστικό και τους ρωτήσαμε πώς θα ανέβουμε. Η απάντηση η ίδια: μόνο από τη σκάλα. Στην ερώτησή μου τι άλλο μπορώ να κάνω για να βγώ στο δρυμό, η λύση ήταν μόνο μία: Να γυρίσουμε πίσω, να κατεβούμε με το τελεφερίκ, να πάρουμε το αυτοκίνητο και να οδηγήσουμε μέχρι επάνω!
Όπως καταλαβαίνετε, κάθισα στο «1055» και ήπια ένα καφεδάκι χαζεύοντας το διαρκές πήγαινε-έλα (και τη δεσποινίδα της υποδοχής), ενώ τα παιδιά που τους είχα υποσχεθεί να φτιάξουμε χιονάνθρωπο έπαιξαν για λίγο έξω με τη μαμά τους - η οποία βεβαίως είχε πια σπαστεί τελείως -  χιονοπόλεμο και μετά μαζεύτηκαν μέσα γιατί η Κατερίνα δεν ήθελε να με αφήσει πολύ ώρα μόνο μου (μεταξύ μας, κρυώνανε κιόλας…).

 Μπορεί στη Γερμανία οποιοσδήποτε ΑμεΑ να ανεβαίνει χωρίς δεύτερη σκέψη στην ψηλότερη κορυφή χρησιμοποιώντας χωρίς κόπο τρένα, λίφτ, τελεφερίκ, ανελκυστήρες, οδοντωτούς μέσα στα χιόνια και παρέα με εκατοντάδες σκιέρ, στην Ελλάδα όμως όχι σε χιονοδρομικό (εδώ πέφτουν τρανταχτά γέλια) δε μπορεί να πάει λόγω έλλειψης υποδομών, αλλά ούτε σε σύγχρονο κτίσμα σε βουνό της Αθήνας!..
 Ο καπουτσίνο στην Πάρνηθα 5.50 ευρώ.
Στο Panorama-Lounge 2962 του Zugspitze
μόλις 3.00, αλλά αυτό είναι γκρίνια για άλλο κείμενο…
Έτσι λοιπόν η εκδρομή μας στην Πάρνηθα στέφτηκε από πλήρη αποτυχία, ενώ εμένα μου έχει κάτσει ακόμα στο μυαλό το εξής: Αν για οποιονδήποτε λόγο σταματούσε το τελεφερίκ, πώς θα έφευγα από εκεί;
Υ.Γ. το παρόν θα σταλεί με email στη Regency Entertainmen μπας και κάνουν κάτι για να διορθώσουν το πρόβλημα. Ευελπιστώ σε απάντηση και θα σας ενημερώσω.