3 Δεκ 2020

Ανάπηροι όχι νεκροί!

 




Άντε, μέρα που είναι (Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία αν δεν το γνωρίζετε - να ΄μαστε όλοι δυνατοί) να γκρινιάξω και λίγο μετά το χειροκρότημα για το σούπερ γουάου ανελκυστήρα για ΑμεΑ που καταφέραμε να βάλουμε στην Ακρόπολη 

στο σβήσιμο του 2020. Διότι όπως θα έλεγε και ο σωστός, ο ντόμπρος, ο αληθινός Ελληναράς: «έλα μωρέ τώρα, έχεις δει στην Ακρόπολη ανάπηρο;»

Θα πρότεινα λοιπόν, (κάθε χρόνο τα ίδια, σαν τα κάλαντα ένα πράγμα) ένα challenge για τον πρωθυπουργό μας που ήταν σήμερα περήφανος, αλλά και για κάθε αξιωματούχο, υπουργό, δήμαρχο, όποιον τέλος πάντων έχει την εξουσία να βάλει ή να ξηλώσει ένα λιθαράκι σ αυτόν τον τόπο:

Καθίστε σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο, δέστε πάνω του τα ποδαράκια σας και βάλτε μπιστικούς και συμβούλους να σας πάνε μια βολτίτσα οπουδήποτε. Για να το κάνετε μόνοι σας δεν το συζητώ καν. Η λέξη αυτονομία είναι άγνωστη για τον ανάπηρο που ζει στην Ελλάδα.

Αρχίστε από τα απλά: Να πάτε στο περίπτερο της γειτονιάς για εφημερίδα, στον φούρνο για ζεστό ψωμί ή στο σούπερ μάρκετ για τα βασικά.

-Δεν γίνεται, ε;.. Στο πάρκο για βολτίτσα;

-Σωστά, από πού θα μπείτε…

-ΟΚ, πάρτε μετρό που είναι προσβάσιμο  και κατεβείτε στο κέντρο.

-Ούπς, σωστά. Δεν λειτουργούν όλα τα ασανσέρ.

-Πάρτε λεωφορείο!

-Καλά, για πλάκα το είπα. Ταξί;

-Τι εννοείτε «δεν έχουμε ειδικά ταξί και τα άλλα δεν μας βάζουν»;

-Πάει στο διάλο, μπές σε ένα ΙΧ και πήγαινε στην ευχή του Θεού.

-Σωστά, πουθενά δεν υπάρχουν θέσεις στάθμευσης ΑμεΑ και όπου υπάρχουν είναι κατειλημμένες από τους «έλα μωρέ, ένα λεπτό θα κάνω».

Προσπαθείστε να πάτε σε μια εφορία, ένα ΚΕΠ, στη ΔΕΗ, στα δικαστήρια, σε ένα κατάστημα που δεν είναι σε mall, στο σχολείο για τον έλεγχο του παιδιού σας, σε ένα στάδιο να δείτε τους αγώνες του, σε μια συναυλία, ένα θέατρο, για μια μπύρα με φίλους, να κάνετε ότι κάνει ένας οποιοσδήποτε αρτιμελής άνθρωπος.

Πηγαίντε στη δουλειά σας!

Πάντα, παντού, θα υπάρχει ένα πρόβλημα που θα σε γυρίζει πίσω στο σπίτι άπρακτο. Και συνήθως το πρόβλημα λέγεται ή γαϊδουριά ή άγνοια και ζαμανφουτισμός. Δεν φτάνει να βάλεις μια ράμπα στο κτήριο, πρέπει να φτάσει κάπως μέχρι αυτή τη ράμπα ο ανάπηρος. Αυτό δεν έγινε ποτέ κατανοητό διότι κανείς δεν ενδιαφέρεται. Η ράμπα μπαίνει διότι έτσι επιτάσσει ο οικοδομικός κανονισμός και ουδείς ασχολείται περαιτέρω. Δεν φτάνει να βάλεις μια θέση στάθμευσης ΑμεΑ. Πρέπει να βάλεις και ράμπες στα πεζοδρόμια. Χρειάζεται αυτό που λέμε σχεδιασμός και όχι ξεπέτα από κάποιον εργολάβο. Μέχρι και το κτήριο που στεγάζει τις Επιτροπές πιστοποίησης αναπηρίας (ΚΕΠΑ) το οποίο κατακλύζεται καθημερινά από ανάπηρους, είναι ουσιαστικά μη προσβάσιμο!   

Όλο το κέντρο μαζί με τον μεγάλο περίδρομο του βλαχοδήμαρχου είναι ουσιαστικά μη προσβάσιμο. Όλες οι δημόσιες υπηρεσίες είναι μη προσβάσιμες, τα ΜΜΜ είναι μη προσβάσιμα. Για προσπαθήστε να πάτε με ΚΤΕΛ ή τραίνο σε οποιαδήποτε πόλη της περιφέρειας!

Η Πολιτεία είναι παντελώς απούσα από κάθε τι που αφορά στην ποιότητα ζωής των ΑμεΑ. Ούτε το θεωρητικά απλό της ταυτότητας – κάρτας αναπήρου δεν έχουν καταφέρει ακόμα να βγάλουν. Στην χώρα μας ανάπηρος μπορεί να δηλώσει μόνο όποιος έχει κάρτα στάθμευσης ΑμεΑ! Οι υπόλοιπες κατηγορίες δεν μπορούν να το πιστοποιήσουν παρά μόνο αν κουβαλάνε μαζί τους ολόκληρη τη χαρτούρα των ΚΕΠΑ!

Μέχρι και αυτή ακόμα η δωρεάν διέλευση από τα διόδια των Εθνικών Οδών έγκειται στη διακριτική ευχέρεια των εταιριών και όχι σε νομοθεσία.

Στην Ελλάδα ο ανάπηρος δεν θεωρείται μέλος της κοινωνίας αλλά απόβλητος σακάτης. Έτσι τον βλέπει η πολιτεία, που θεωρεί ότι ο ρόλος του κράτους τελειώνει με το επίδομα της πρόνοιας.

Στην Ελλάδα οι ανάπηροι μένουν σπίτι διότι δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν πουθενά μόνοι τους. Επιβαρύνουν τον εαυτό τους, την οικογένειά τους, τους ανθρώπους τους διότι η κοινότητα, ο δήμος, η περιφέρεια, το κράτος είναι από πλήρως αδιάφορο μέχρι εχθρικό. Αυτό δεν λύνεται ούτε με κονδύλια ΕΣΠΑ για να φτιάξουμε περισσότερα «θεραπευτήρια», ούτε με πανηγύρια επειδή θα μπορέσει κάποιος -επιτέλους- να ανέβει στην Ακρόπολη.

Λύνεται με τον ίδιο τρόπο που λύνονται όλα: την Παιδεία.

Όταν τα παιδάκια θα βλέπουν στο δρόμο τους ανάπηρους σαν κάτι φυσιολογικό, όταν στα σχολεία θα «διδάσκεται» η αναπηρία ως μέρος της ζωής μας, όταν κάθε ένας από εμάς καταλάβει ότι από απλή τύχη είναι στα πόδια του και δεν έχει καθηλωθεί σε αμαξίδιο από  κάποιο τροχαίο, εγκεφαλικό, ατύχημα, αρρώστια, ιατρικό λάθος κτλ όταν καταλάβουμε ότι οι ανάπηροι που αποκλείουμε με τις πράξεις μας, τις παραλήψεις μας ή… την ψήφο μας δεν είναι μια-δυο περιπτώσεις ανά δήμο αλλά το 10% του πληθυσμού, τότε ίσως κάτι θα αρχίσει να αλλάζει και εδώ.

 

 

1 Ιουν 2020

Ιούνης


Ιούνης….
Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αναπνεύσουν και φλέγονται μετά τη δολοφονία που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής. Ο τρελός με τα πορτοκαλί μαλλιά και τη βαλίτσα των πυρηνικών σκεπάζει με φρέσκο μαύρο αίμα τους 100.000 νεκρούς της ανικανότητάς του. Νιώθει όμως ακόμα πιο βέβαιος για τη δεύτερη 4ετία, καθώς η «βαθιά αμερική» είναι βαθιά ρατσιστική.
Η Ευρώπη διχασμένη, παρατηρεί. Στρέφει το βλέμμα στα δικά της γκέτο και τρέμει. Τρέμει εξεγέρσεις την ώρα που δεν ξέρει τι θα ξημερώσει το φθινόπωρο με τον κορωνοϊό και το «restart» των μηχανών της οικονομίας. Οι στρατιές ανέργων μεγαλώνουν και οι τεράστιες εταιρίες ρουφάνε το οξυγόνο του «φρεσκοτυπωμένου»  χρήματος από τους μικρούς που δεν θα δουν ποτέ το χρώμα του. Και ο ρατσισμός των «νοικοκυραίων» του βορρά ρίχνει το δηλητήριο: «ας είχαν κράτη έτοιμα να αντιμετωπίσουν τη συμφορά»! Η Ευρώπη των λαών που ονειρευόμασταν κάποτε.
Στην Ελλάδα, η επιτροπή Τσιόδρα μας έσωσε από τις εκατόμβες και τώρα μουδιασμένους μας αναλαμβάνουν για τα περεταίρω οι λογιστές. Προσευχόμαστε στο θεό του τουρισμού και αποκαθηλώνουμε με πάταγο τα εργατικά δικαιώματα και τη μείωση εισοδήματος με τη βάναυση «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ». Περιμένουμε το μάνα των Βρυξελλών αν και όλοι ξέρουμε ότι οι τράπεζες-ζόμπι ποτέ δεν θα ρίξουν το χρήμα στη μικρή επιχείρηση. «Τα μα σας και τα σας μάσατα» και θα ζητιανεύουμε πάλι τα ψίχουλα από το τραπέζι των εκλεκτών. Και θα βγαίνουν να μας λένε με στόμφο ότι έφταιξε ο Ανδρέας που τα πρώτα τα πακέτα τα μοίρασε στην πλέμπα. Στην αγροτιά και τις συντάξεις και όχι σε αυτούς που ξέρουν πώς να τα φάνε. Σκάι. Σκάστε.
Ιούνης
Και κρατάμε όλοι την αναπνοή μας και περιμένουμε. Σα να ήμαστε σε καταφύγιο να έχουν ουρλιάξει οι σειρήνες και να περιμένουμε τη βροχή του θανάτου.
Θα έρθουν οι τουρίστες; Θα δουλέψουν τα μαγαζιά; Θα βρουν δουλειά τα παιδιά; Θα τα βγάλουμε πέρα με μειωμένο μισθό; Θα πάρει το σπίτι η τράπεζα; Ο γιατρός που χειροκροτούσαμε θα ζητήσει φακελάκι; Πόσο θα έρθει η εφορία; Ο covid θα λιανίσει τα γερόντια και τους ανήμπορους το χειμώνα ή θα  υπάρξει κάποιο φάρμακο;
Ιούνης.
Παιδιά μαγκωμένα στο σχολειό. Με μάσκες. Με αντισηπτικά. Μην αγκαλιάζεστε. Μην έρχεστε κοντά. Μην παίζετε με μπάλα. Μη δανείζεστε μολύβια. Μην πιάσετε το χέρι που λαχταράτε. Μην ερωτευτείτε. Μη ζείτε. Μη.
Φόβος. Απαγορεύσεις. Γάντια στα χέρια. Άδειες αγκαλιές.
Ιούνης.
Δεν είναι έτσι το καλοκαίρι μας.
Και το βράδυ, αργά, την ώρα που ο ήχος ταξιδεύει μέτρα πολλά ανάμεσα στα κουτιά που φυλάμε τα όνειρα και τους φόβους μας, ακούς γάργαρη την ελπίδα. Γέλια, χαρές, τραγούδια. Μουσική που δεν την καταλαβαίνεις. Λόγια που δεν τα καταλαβαίνεις. Λέξεις άγνωστες. Ξενικές. Εφηβικές. Βρισιές και ουρλιαχτά που σε σαστίζουν και γέλια μετά που βγαίνουν από την ψυχή. Έφηβοι. Νεούδια. Ζωή. Χαρά. Έρωτας. Λατρεία και αποκαθήλωση. Μπάφοι και μπύρες σε τσίγκινο. Ποδαράδα και φρέντο εσπρέσσο για δύο. Σέξ για τον πόθο και ορμόνες που κερδίζουν κατά κράτος κάθε μάχη. Sms, insta, tiktok, story, νύχια αετού, τατού και σχώραμε που δεν καταλαβαίνω τι λένε τα κομπιούτερς και οι αριθμοί. Παρέες ετών οι ίδιες και οι ίδιες από το γυμνάσιο, μπορεί κι απ το δημοτικό. Αδέλφια. Θα χωριστούν. Το ξέρουν. Όταν είναι μαζί όμως ο κόσμος τους ανήκει. Ο σκατοκόσμος που τους φτιάξαμε είναι πια δικός τους. Φοβούνται, αλλά θέλουν να ζήσουν. Πρέπει πια και να διεκδικήσουν.
Ιούνης
Καλό μας μήνα.

1 Μαρ 2020

Αυτοί που αλλοιώνουν τον πολιτισμό μας


Επεισόδια στο λιμάνι της Θερμής

Είμαι οργισμένος. Δεν είμαι θυμωμένος, είμαι σίγουρα κάτι παραπάνω. Κάτι που με κάνει να θέλω να κλάψω. Κάτι που με κάνει να θέλω να δράσω. Όχι πολιτικά, όχι συλλογικά, όχι με κοινωνικά πρέπει και δεν πρέπει, αλλά με λύσσα. Με «αποτελεσματική προτροπή», με τρόπο που ο εισαγγελέας θα ξεράσει και ο διασώστης θα γυρίσει με αναγούλα το κεφάλι. Με ανεξέλεγκτη οργή, με πάθος. Με τρόπους που θα προκαλέσουν πόνο. Πολύ πόνο. Και φόβο. Μέγα φόβο.


Κλείνω τα δακρυσμένα από ανήμπορη να ξεσπάσει οργή μάτια μου, και όπως τα παιδάκια φαντάζονται τους ήρωές τους σε άλλες διαστάσεις, βλέπω τον καρτουνίστικο εαυτό μου να αρπάζει αυτό το ελεεινό απολειφάδι ανθρώπου στη Μυτιλήνη που έσκουζε στην έγκυο της βάρκας:
"- Να μη γαμιόσνα σα τη σκύλα, να μην ήσουναγκαστρωμένη μωρή! Κουνέλες! Εμείς σε γαμήσαμε;»και να τον κάνω να κλαίει σα μωρό από τρόμο.

Στις καλές μου στιγμές θέλω να τον πετάξω μαζί με τη βρωμιάρα ρατσίστρια που έσκουζε δίπλα του, μέσα σε μια πόλη που βομβαρδίζεται, μόνους τους, χωρίς φίλους και συμμάχους. Αξιοθρήνητα σαρκία που ακόμα και η σπατάλη μιας σφαίρας θα είναι πολύ για να τα μετατρέψει σε κουφάρι. Εκεί, να ουρλιάζουν ψάχνοντας μάταια να κρυφτούν από το μοιραίο. Ψάχνοντας μάταια να βρουν σε τι έφταιξαν και τους θέλει νεκρούς ο άγνωστος εχθρός.

Στις κακές μου πάλι, τους θέλω σ ένα παράλληλο σύμπαν έρμαια της μάνας που προσπαθεί να γλυτώσει το παιδί της. Της σκύλας που εχθρός πλησιάζει τη φωλιά με τα κουτάβια, της λέαινας που στραβοκοίταξε κάποιος το λιονταράκι της. Της εγκύου που σε όλο το ζωικό βασίλειο χαίρει προστασίας αλλά και φόβου.  Τους θέλω όχι στη βάρκα των ψυχών που ψάχνουν φιλόξενη γη, μα σε στρατόπεδο ομοϊδεατών τους ναζιστών ή ισλαμοφασιστών που σκότωναν χωρίς φειδώ εγκύους. Να δουν τι σημαίνει το «στ’ αρχίδια μας κι αν είσαι έγκυος, εμείς σε πηδήξαμε»; Όταν θα τους πηδάνε σε σειρά πριν τελειώσουν τη μίζερη ζωή τους ως πειραματόζωα.

Ελεεινοί υπάνθρωποι που μοιραζόμαστε την ίδια χώρα, την ίδια γλώσσα, ίσως την ίδια θρησκεία, μα τίποτα κοινό δεν έχουν με εμένα παρά μόνον την όψη τους. Ελεεινά ανθρωπάρια που αλλοιώνουν τον πολιτισμό μας. Ξεφτιλισμένοι φασίστες, τιποτένιοι ρατσιστές που βγήκαν στον αφρό στις άσχημες μέρες που ζούμε.

Θέλω πολύ να τους προκαλέσω πόνο φριχτό στα σωθικά. Και να τους διώξω σε μια βάρκα σε μαύρα νερά, σε αφιλόξενη γη, σε βάλτους ίδιους με την ψυχή τους.

Δε μπορώ όμως. Πρώτα φυσικά, σωματικά. Κι δεύτερον γιατί όσο και να βράζει το είναι μου, το ξέρω, σαν κι αυτούς ποτέ δεν θα γίνω. Γιατί η ιστορία μου με έμαθε να αγκαλιάζω τον κατατρεγμένο. Γιατί τα βιβλία μου μου είπαν ότι αδύναμοι κάποτε είμασταν εμείς. Γιατί απλά δεν είμαι φασίστας. 

Γιατί αντίθετα μ αυτούς είμαι άνθρωπος γαμώτο, όσο κι αν κλείνω τα μάτια και με γλυκιά ηδονή σκέφτομαι πως απεμπολώ την ιδιότητα και γίνομαι των κόμικ ο πανίσχυρος τιμωρός.


19 Φεβ 2020

Νόμος είναι το δίκιο του σακάτη!


Έπρεπε να πάω σήμερα το πρωί στην ανακρίτρια του πταισματοδικείου -καράκεντρο της Αθήνας- για να καταθέσω για μια υπόθεση.
Παίρνω χθες φίλη δικηγόρο:
- «πού θα παρκάρω;» της λέω
-«πουθενά», μου λέει. «Πήγαινε με ΤΑΧΙ».
- Τι λες μαρή, και μετά τι θα κάνω από κει που θα με αφήσει ο ταρίφας και το κυριότερο, πώς θα φύγω μετά; Δεν υπάρχουν θέσεις για ΑμεΑ στο σούπερ ντούπερ δικαστικό κτήριο το οποίο χτίζουμε από τότε που ο μακαρίτης ο Γιαννόπουλος δεν χρειαζότανε βιάγκρα;
Γέλωτας βραχνός από την άλλη άκρη του ακουστικού και: «καλά, άσε τις μαλακίες και πήγαινε με ταξί».

Προφανώς και δεν την άκουσα, οπότε την σήμερον σηκώθηκα, πλύθηκα ξουρίστικα, έβαλα τα σέα μου, πήρα το smartάκι και την κυρά για να βοηθήσει αν μετρήσω τίποτα δόντια σε κανα σκαλί (πέφτω συχνά τελευταία) και βγήκαμε στον πηγαιμό για την Λουκάρεως.
Είχα παραμυθιάσει την Κατερίνα ότι πρώτον τέτοια ώρα δεν έχει κίνηση και δεύτερον θα μας πάρει ένα εικοσάλεπτο στην ανακρίτρια, οπότε τα λοιπά ραντεβού της θα τα έβγαζε με σχετική ασφάλεια.

Μας πήρε περι τα 50 λεπτά χωρίς καφέ να φτάσουμε, οπότε ήδη η Πατέλη με κοίταζε εχθρικά. Γύρω από το δικαστικό μέγαρο κόλαση! Κόσμος να ουρλιάζει στα κινητά, δικηγορίνες -όλες σε αμπαλάζ Θεσσαλονικιάς- να παλεύουν να ισορροπήσουν σε 10ποντα κρατώντας 20 φακέλους, σινιέ τσάντα και καφέ σε χάρτινο. Οι ασφαλίτες του Μπακογιάννη (τεκνάκι τον βρήκε η Πατέλη) να κόβουν την κίνηση για να τον βγάλουν απ το αυτοκίνητο. Ταξιτζήδες παντού να κορνάρουν, μηχανάκια να περνάνε από πάνω σου, πεζοί να σκουντάνε λες και είναι αμυντικοί σε αγώνα ράγκμπι. Μακελειό! Και μέσα εκεί εγώ γαλήνιος να ψάχνω κάποιον να ρωτήσω πού διάολο έχει θέσεις αναπηρικές ν αφήσω το σμαρτάκι.
Φευ! Είχε δίκιο η Ευού (η επιστήμων φίλη καλέ, η δικηγόρα) δεν έχουν προβλεφθεί θέσεις ΑμεΑ στο Μέγαρο. Τι δουλειά έχουν οι ανάπηροι έξω από το σπίτι τους;
Ψάχνω να βρω ένστολο να ρωτήσω, τίποτα. Ρωτάω ταρίφα, τίποτα. Η Πατέλη έτοιμη να με δείρει και μου κορνάρουν από την Κηφισιά και κάτω όλα τα αυτοκίνητα του λεκανοπεδίου.
Τζιπούρα Άουντι παρκάρει χαρούμενα κι ανέμελα πίσω από το υπηρεσιακό του Δημάρχου της καρδιάς μας (της καρδιάς Της Σία βασικά – της Κοσιώνη όχι της άλλης των φονιάδων των λαών), παραπίσω έχει μοναχικό κάδο σκουπιδιών, μικρό κενό και μια σειρά παρκαρισμένα πιθανότατα παρανόμως αλλά σχετική ταμπέλα δεν είδα. Αποφάσισα λοιπόν να βάλω το όχημα που είχε αρχίσει να μυρίζει καμένο μέταλλο να κάνει παρέα με τον κάδο απορριμμάτων κάτι που του ταιριάζει πολύ.
Το κλειδώνω όλος κουτσή τσαχπινιά και βαδίζω το δρόμο προς το κτήριο του πλημμελειοδικείου. Κάπου εδώ να πούμε ότι αν δεν είχα κάποιον μαζί μου θα ήταν επιεικώς αδύνατον να τα καταφέρω μόνος μου στην Αθήνα του 2020 σε καινούριο δημόσιο κτήριο…

Τελειώνουμε με την ανακρίτρια σε μόλις μιάμιση ώρα συνάντησης (από τα 20 λεπτά που είχα υποσχεθεί στην Κατερίνα) και παίρνουμε τον ανήφορο της επιστροφής, ενώ παράλληλα κοιτάω να μην βρει δικηγόρο διαζυγίων με χαρτιά έτοιμα για χωρισμό.
Βγαίνω κάθιδρος ξανά στην στην Λουκάρεως.
Ο Δήμαρχος έχει φύγει, η τζιπούρα αριστερά της εισόδου είναι στη θέση της με τον οδηγό να τρώει σάντουιτς, να πίνει καφέ, να καπνίζει και να μιλάει στο χαντσφρί ταυτόχρονα, προφανώς περιμένοντας κάποιον. Όλη η γραμμή πίσω του μέχρι τον Άρειο πάγο γεμάτη με ταξί που περιμένουν πελάτη και από μέσα παρκαρισμένα ΙΧ,  τα μισά εκ των οποίων -μαζί και το smart- στολισμένα με ροζ χαρτάκια στο παρμπριζ.

Χριστοί και Παναγίτσες, 10 δραχμές οι εικονίτσες…

Ρίχνω τα δέοντα καντήλια και θέλω να σκάσω μπαστουνιά στον πρώτο ταρίφα-χαφιέ θα πει μαλακία για τη θέση που πάρκαρα. Μέχρι εδώ «καλά». Πληρώσαμε κάτι παραπάνω, αλλά έπρεπε να καταλάβω ότι κάποιο λάκο θα είχε η φάβα της θέσης σ εκείνο το σημείο.

Αφού οι ταξιτζήδες έκαναν φανερά απρόθυμα μανούβρες για να περάσω ανάμεσά τους κούτσα κούτσα και να πάω στο smartάκι, διαπιστώνω ότι μαλακοπίτουρας μπατσάκος χωρίς δράμι μυαλού μου έχει πάρει τις πινακίδες παρά το σήμα ΑμεΑ που έχω αναρτημένο πρώτη μούρη.

Γίνομαι ολίγον τρελός και θέλω να βρω μπάτσο να τον μολοτοφιάσω σαν 16χρονο που του σκότωσαν το φίλο. Ρε μπαστουνόβλαχε κοπρίτη, το να μου πάρεις τις πινακίδες εμένα είναι σα να μου παίρνεις το αμαξίδιο βλάκα. Δεν το έχω για να κάνω βόλτες το smart (καλά, και γι αυτό το έχω αλλά δεν είναι του παρόντος), είναι το εργαλείο για να μπορώ να βρω από το σπίτι μου, καθώς οι συγκοινωνίες είναι απολύτως εχθρικές προς τον πολιτη, πόσο μάλλον προς τον ανάπηρο.
Μπάτσος εκει γύρω ούτε για δείγμα. Λογικό. Τι να κάνουν οι αστυνομικοί σε ένα μέρος που συνωστίζονται εκατοντάδες πολίτες; Μάλλον κάποιος ταρίφας ή κάποιος από αυτούς που έχουν τα γύρω πάρκινγκ κάλεσε την τροχαία και αυτοί ήρθαν, είδαν, νίκησαν και ως άλλοι Καίσαρες έφυγαν με τρόπαιο τις πινακίδες μου.

Παρένθεση:
Για να μην μπερδευόμαστε ξαναλέω: Δεν έχω πρόβλημα με την κλήση (αν και δεν υπήρχε ΠΟΥΘΕΝΑ πρόβλεψη για πάρκινγκ ΑμεΑ και πραγματικά και τώρα ακόμα δεν βλέπω πού αλλού θα μπορούσα να το παρκάρω και να μπορώ να έχω πρόσβαση στο κτήριο). Το αυτοκίνητο όμως δεν ενοχλούσε πουθενά και κανέναν χωμένο δίπλα στον κάδο και χωρίς πινακίδες δεν μπορώ παρά να κάθομαι σπίτι μου.
Κλείνει η παρένθεση. 

Μέσα στο νεύρο, τον ιδρώτα, χωρίς καφέ ακόμα, κουρασμένος, μπαϊλντισμένος και με το νου μου στην Κατερίνα που θέλει να μου σπάσει το κεφάλι γιατί την περιμένουν τα πελατάκια και οι μακέτες της, φεύγω με αναστροφή και παρέα 13.182 μούντζες των παραβρισκόμενων προς την Αλεξάνδρας.

Λουκάρεως 14 εως Αλεξάνδρας γωνία περί τα 8 λεπτά και ένα τηλέφωνο στον αγαπημένο ξάδελφο – μπάτσο που του εξηγώ τι έγινε και ρωτώ τι πρέπει να κάνω.
Βρίζει το μαλάκα το νέοπα που μου πήρε τις πινακίδες και μου λέει να πάω στη υποδιεύθυνση τροχαίας στη Δηλιγιάννη, στον αξιωματικό που είναι εκεί γι αυτή τη δουλειά και θα μου τις δώσουν, «δε μπορεί»…

Λουκάρεως – Δηλιγιάννη 3,6 χλμ σύμφωνα με τον γούγλη = 55 λεπτά με τα μυαλά στα κάγκελα. Ευτυχώς τρία λεπτά πριν τον άγριο ξυλοδαρμό μου από την αγαπημένη μου σύζυγο και μητέρα των παιδιών μου, σταμάτησα για ανεφοδιασμό ήτοι: μισό ταψί τυρόπιτες, νεράκι και καφέ και γλυτώσαμε τα χειρότερα.

Φτάνουμε τυλιγμένοι σε τρίματα σφολιάτας στην υποδιεύθυνση τροχαίας πρωτευούσης, όπου δασκαλεμένος από τον ξάδελφο-ασφαλίτη παρκάρω το σμάρτ πάνω στη σκοπιά και λέω στον αιφνιδιασμένο αστυφύλακα ότι «θέλω τις πινακίδες μου». 

Το παλικαράκι είναι ευγενέστατο και  μας στέλνει σε έναν κυριούλη δίπλα στο ισόγειο που μας έχει γραμμένους στους γενετικούς του αδένες για κανα 10λεπτο,
μέχρι που η Πατέλη θυμάται τι έχει τραβήξει σήμερα, κοκκινίζει, αρχίζει και του ουρλιάζει, του λέει διάφορες πληροφορίες για την διανοητική του κατάσταση που πιθανότατα ο ίδιος δεν γνώριζε, μέχρι που ήρθε η μισή δύναμη τροχαίας που είχε υπηρεσία στο ισόγειο, μας πρόσφεραν καρέκλες, νερό, φοντανάκια και συμπάθεια, αλλά μας είπαν ότι πρέπει να πάμε στον 1ο όροφο στο γραφείο 4 για να κάνουμε ένσταση και να μας δοθούν οι πινακίδες αφού βεβαίως πληρώσουμε το πρόστιμο.

Ασανσέρ υπήρχε, οπότε ανεβήκαμε στον 1ο και ανακαλύψαμε ξανά ότι είμαστε σε μια χώρα βαθιά χωμένη κάπου στην Αφρική.

Σπασμένα γραφεία και καρέκλες. Έντυπα χιλιάδες πεταμένα εδώ κι εκεί. Ντάνες με εφημερίδες και περιοδικά. Μπίχλα. Βρωμιά. Σκόνη σε μασούρια. Λίγδα στους τοίχους και τα πατώματα, μυρωδιά νικοτίνης. Και κόσμος! Πολύς κόσμος σε τριάδες σε έναν μεγάλο σκοτεινό διάδρομο που περίμεναν όρθιοι τη σειρά τους να μπουν στο υπασπιστήριό του διοικητή για να κάνουν ένσταση!
Μιλάμε για χιλιάδες εργατοώρες χαμένες παράλογα τόσο για τους πολίτες όσο και για τη στρατιά των αστυνομικών που ασχολούνται με αυτό και μόνον.
Ακολουθώντας τις οδηγίες των αξιωματικών του ισογείου και ξεπερνώντας τις όποιες ενοχές κοιτώντας το βρώμικο πάτωμα, προσπέρασα όλη την ουρά -που λογικά θα είναι εκεί μέχρι το Σάββατο του Λαζάρου- και μπούκαρα στο υπασπιστήριο.

Στο γραφείο, αμέσως δεξιά μπαίνοντας, μουγκός μυστακοφόρος με τρεις σαρδέλες επιλοχία και ένα βουνό χαρτιά μπροστά του. Έτος γωνιάς: 1978. Λογικά κάπου θα είχε αναρτημένη τη φωτογραφία του Βασιλέα και της φαμίλιας αλλά είχα τα θέματά μου και δεν το πρόσεξα.

Μπροστά μου γραφείο σινιέ, αντικειμενικά όμορφης πρασινομάτας με σήμα «τυροπιτάκια» που λέγαμε στο στρατό, δεν ξέρω πώς μεταφράζεται στα μπατσικά.
Θρονιάζομαι στ’ αριστερά της  με βογκητό ουχί πόθου μα κούρασης, κάτι το οποίο δεν ξέρω αν κατάλαβε γιατί με κοίταξε κατ ευθείαν με βλέμμα παγωμένο.
-          «Γειά σας, ήρθα για τις πινακίδες» της λέω για να περάσω κατ ευθείαν στην επίθεση.
-          Ποιες πινακίδες; Μου λέει με απορία
-          Τις δικές μου της λέω με χαμόγελο.
Όσοι με γνωρίζουν ξέρουν ότι μπορώ να παίξω αυτό το παιχνίδι μέχρι ο «αντίπαλος» να ασπαστεί τη τζιχάντ "φι σαμπίλ Αλλά[χ]" ή να μου φυτρώσει κανα κλαδευτήρι ανάμεσα στα δόντια. Συνέχισα λοιπόν να της χαμογελάω χωρίς να μιλάω, ενώ η ίδια με κοιτούσε και προσπαθούσε να καταλάβει αν τη δουλεύω ή αν έμπλεξε με τρελό. Τελικά ήταν τζακ πότ.
-Θέλετε να κάνετε ένσταση, μου λέει χωρίς να ρωτάει.
-όχι της λέω, τις πινακίδες μου θέλω!
-Μα δεν έχετε κάνει ένσταση, μου λέει. Ή έχετε κάνει;
-Ακούστε. Μου πήραν τις πινακίδες… (της λέω πού και πώς) και τις χρειάζομαι.
-Άρα, μου λέει, θέλετε να κάνετε ένσταση.
-Άντε πάλι. Όχι λέμε, τις πινακίδες μου θέλω!

Αποφασίζει να μπει στην κουβέντα και η Κατερίνα η οποία έβλεπε ότι θα κατέληγα φυλακή και εξηγεί στη νεαρά και άπειρη αστυνομικό τα γεγονότα,
ενώ εγώ παρακολουθώ με το ίδιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη και θέλω να σας μεταφέρω τις σκέψεις μου, πλην όμως σκέφτομαι τις «ανεξάρτητες αρχές», το κίνημα «me too”, και όλες τις στερημένες που θα μου την πέσουν για το πώς έβλεπα μια σκληρά εργαζόμενη κοπέλα. Άσε που το κείμενο θα το διαβάσει και η σύζυγος και έχω έννομο συμφέρον να μην τη θέλω χήρα.

Πίσω στο γραφείο, η εκπάγλου καλλονής γραφειοκράτης δε νοούσε να καταλάβει το θράσος μας να ζητάμε πίσω τις πινακίδες που μόλις μας αφαίρεσαν και εμείς δε νοούσαμε να καταλάβουμε το πόσο στόκοι μπορούν να γίνουν οι ένστολοι και αν γεννιούνται έτσι ή εκεί καταλήγουν με τα πολλά.
Βλέποντας τα λεπτά να περνούν χωρίς αποτέλεσμα και μετρώντας τις κατάρες από όσους άφησα να περιμένουν στην ουρά, της λέω ότι επειδή δεν βλέπω να μπορεί η ίδια να λύσει το πρόβλημά μου, θέλω να δω τον διοικητή. Εκεί εξεμάνη και μου τόνισε ότι ο διοικητής έχει φτιάξει αυτή την υπηρεσία για να μην βλέπει ο ίδιος την πλέμπα (χωρίς το πλέμπα). Της απάντησα ότι αν οι διοικητές ήταν ικανοί θα έλυναν τα προβλήματα, δεν θα έφτιαχναν καινούρια με γραφειοκρατικές υπηρεσίες συναλλαγής και κάπου εκεί νομίζω ότι τελείωσε η πολιτισμένη μας κουβέντα.
Τη ρώτησα πόσα κιλά μαλάκας (χωρίς το μαλάκας) είναι ο μπάτσος που παίρνει τις πινακίδες από ένα αυτοκίνητο ΑμεΑ που δεν ενοχλεί κανέναν, πόσο στόκος (με το στόκος) μπορεί να είναι αυτός που δεν του έχει μάθει ότι σκοπός είναι να βοηθάμε όχι να δυσκολεύουμε τον πολίτη… Πόσοι της Τροχαίας χρειάζονται για να βιδώσουν μια λάμπα (αυτό δεν το είπα αν και ήθελα) και γιατί ένας γαμιόλης δεν βρέθηκε να βάλει θέσεις για ΑμεΑ σε χώρο που επισκέπτονται καθημερινά εκατοντάδες πολίτες.

Διαφωνήσαμε για την πιστή ή όχι εφαρμογή του νόμου καθώς η νεαρά υπαξ. ήταν στρατηγικά υπέρ του dura lex, sed lex (το οποίο ρητό, παρά το ότι το γυροφέρνει ουδεμία σχέση έχει με το σεξ) ενώ εγώ επέμενα τονίζοντας ότι δεν χρειάζεται και πολύ μυαλό για κρίνεις τη διαφορά και να πράξεις  ανάλογα και πώς αν οι δημοτικοί μπάτσοι μπορούν έστω και με δυσκολία και το καταφέρνουν, τότε θα μπορούσε ακόμα και ένας που υπηρετεί στην Τροχαία.

Δυστυχώς δεν κατάλαβε το «λεπτό» μου χιούμορ και συνεχίσαμε;
-Πώς θα πάω εγώ αγαπητή μου στην ανακρίτρια η οποία με απειλεί με φυλάκιση και πρόστιμο αν δεν εμφανιστώ; Βάλε μου ένα γαμημένο πάρκινγκ, βοήθαμε αντί να με τιμωρείς.

Με διακόπτει τσαντισμένη για να μου πει πως ξεχνώ το γεγονός ότι έχω διαπράξει παράβαση και της λέω «όπα», θέλοντας να το βουλώσει για να συνεχίσω πάνω σ αυτό. Με το «όπα» της γυρνάει το όμορφο πράσινο ματάκι και βγαίνει η σκύλα μέσα της όπως η μεγάλη των μπάτσων σχολή την έχει διδάξει: Σηκώνει το φρύδι (το ένα) και μου λέει ψαρωτικά «’οπα, τι όπα…»
Βρήκε παιδάκι τώρα να ψαρώσειQ
 «όπα νιναναη γιαβρουμ νιναναη ναηνα..» 
«όπα είπα λέω», 
Τι όπα; Σας πείραξε το όπα; Εχει τίποτα το όπα; Πάθατε κάτι με το όπα;" 
Κάθε πρόταση και λίγο πιο δυνατά.

Τραβάει μεταβολή 360 μοίρες που θα έλεγε και ο τέως πρωθυπουργός και λέει «όχι δεν έχω τίποτα με το όπα, αλλά έχετε κάνει παράβαση."
-Την οποία αποδέχομαι και θέλω να την πληρώσω εδώ και τώρα για να πάρω τις πινακίδες μου.

Ψύχραιμη πια που η μπάλα ξανάρθε στο γήπεδό της μου αναφέρει όλο το γραφειοκρατικό ποίημα τύπου: ‘Όταν μας φέρετε την φωτοτυπία άδειας κυκλοφορίας, διπλώματος, σήμα ΑμεΑ, χαρτί από τα ΚΕΠΑ για πιστοποίηση αναπηρίας, πληρωμένο παράβολο της κλήσης, τελευταίες εξετάσεις αίματος (αυτό δεν το είπε) και αντίγραφο του τραπεζικού σας λογαριασμού (ούτε αυτό), τότε  Θ Α  Δ ΟΥ Μ Ε αν μπορούμε να σας δώσουμε πίσω τις πινακίδες.

Προφανώς είχε κερδίσει κατά κράτος (κράτος αφού) και επειδή αν συνέχιζα όπως ήθελα θα με έβρισκε στη μπουζού η αποφοίτηση της 12χρονης Αθηνάς από το Πανεπιστήμιο, την ευχαρίστησα με το ίδιο ηλίθιο χαμόγελο με το οποίο με είχε γνωρίσει, σήκωσα το σαρκίο μου από την καρέκλα, έκανα σήμα στην Πατέλη να μην τη δαγκώσει στο λαιμό όπως καταλάβαινα ότι ήταν έτοιμη να κάνει και αποχώρησα από το γραφείο της όπως ο Τσίπρας μετά την 17ωρη διαπραγμάτευση του 2015.

Προφανώς θα κινούμαι χωρίς πινακίδες μέχρι να βρω το κουράγιο να ξαναπεράσω όλη αυτή τη θλιβερή και μίζερη διαδικασία, ή να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου (δεν θυμάμαι πόσες ημέρες γράφει η κλήση) για να τις πάρω πίσω από τον γνωστό κύριο του ισογείου που σας περιέγραψα παραπάνω.
Για να μην το ξεχάσω επίσης: Δεν γίνεται να τις παραλάβει άλλος παρά μόνο με εξουσιοδότηση με γνήσιο υπογραφής! Ερώτηση: Πώς θα πάω μέχρι εκεί για να τις παραλάβω; Απάντηση: Στα παπάρια μας!

Μέχρι τότε, πωλείται smartάκι σε άριστη κατάσταση (τύπου καταφέρνει και τσουλάει) χωρίς πινακίδες. Ο αγοραστής θα τις παραλάβει από τη Δηλιγιάννη με την νέα του άδεια κυκλοφορίας. Εγώ εκεί δεν ξαναπατάω!