18 Σεπ 2016

Σώστε οτιδήποτε αν σώζεται

Γνωρίζουμε οτι εδώ και μια 20ετία το χειρότερο που έχει να επιδείξει ο κλάδος μας είναι οι λαδιάρηδες και οι συνδικαλιστές του. Πραγματικά, δεν ξέρω ποιοι έχουν κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά, αν και με ένα κανονικό πειθαρχικό οι συκοφάντες, οι εκβιαστές, τα payroll και τα κάθε είδους αποβράσματα της δημοσιογραφίας θα ήταν πιο μαζεμένοι και πιο… διαγραμμένοι!

Άρα, επανέρχομαι στους συνδικαλισταράδες μας οι οποίοι αφού κατέστρεψαν κάθε ψήγμα διαπραγματευτικής δύναμης που είχε ο κλάδος, αφού έκαναν την ΕΣΗΕΑ το αγαπημένο ανέκδοτο των εργοδοτών, αφού με τις μαλακίες τους απαξίωσαν την έννοια της απεργίας, κατάφεραν και να είναι τόσο σκοτωμένοι μεταξύ τους σε σημείο που αδυνατούν να συνεννοηθούν για το παραμικρό.  Ενώ ο κλάδος είναι διαλυμένος και δέχεται λυσσαλέες επιθέσεις από τη γάγγραινα των διαφημιστών, από πολιτικούς, κυβερνήσεις, κόμματα, οργανωμένα συμφέροντα, wannabe εκδότες και καναλάρχες και κάθε άλλη ύαινα που μύρισε το θάνατο, οι ίδιοι οι… «επιτελάρχες» του σωματείου επιδίδονται εδώ και μια 5ετία σε ένα ιδιότυπο εμφύλιο που έχει να κάνει μόνο με τους ίδιους, τις ιδεοληψίες τους, την κοπριά που κουβαλούν μέσα στο κεφάλι τους και το ποιος «κατουράει μακρύτερα».

Κατέστρεψαν την ΕΣΗΕΑ, δεν κατάφεραν στιγμή όχι να προλάβουν αλλά ούτε καν να καταλάβουν τις εξελίξεις και τώρα πια χάνουν και το μοναδικό πράγμα για το οποίο άξιζε να παλέψουμε, τον ΕΔΟΕΑΠ.

Μέχρι και το παιδάκι που μόλις έκατσε μπροστά σε υπολογιστή διαδικτυακής γαλέρας, γνωρίζει εδώ και 3-4 χρόνια ότι το αγγελιόσημο αποκλείεται να συνεχίσει να υπάρχει με τη μορφή που έχει. Τα δύο τελευταία χρόνια δε, αυτό είχε γίνει απολύτως σαφές σε όλους και από κάθε κυβερνητικό ή άλλο υπεύθυνο. Τι έκαναν γι αυτό οι συνδικαλισταράδες που ΕΜΕΙΣ ΕΚΛΕΞΑΜΕ; Τσακώθηκαν. Για την ακρίβεια, τσακώνονται συνέχεια. Ανταλλάσσουν απειλές, ενίοτε βρισιές, βγάζουν ανούσιες ηλίθιες ανακοινώσεις τις οποίες διαβάζουν μόνοι τους και φτιάχνονται. Όλοι τους για το «καλό του κλάδου». Του κλάδου που τον έχουν γραμμένο στα παλαιότερα των υποδημάτων τους και δεν τον έχει ενημερώσει κανείς για το τι ακριβώς συζητιέται πίσω από τις κλειστές πόρτες.

Το Σωματείο που έχει για μότο τη ρήση πως «η δημοσίευση είναι η ψυχή της δικαιοσύνης» αρνείται να δημοσιεύσει τις συζητήσεις για το μέλλον του πόρου για το Ταμείο μας και εν έτη 2016 μας εγκαλεί για μη συμμετοχή όταν ζητεί να παραβρεθούμε κάθε τόσο σε μια χαώδη συνέλευση σε κάποιο ξενοδοχείο για να δούμε τους ίδιους χαχόλους να τσακώνονται. Ποτέ δεν πέρασε όμως από το μυαλό τους για παράδειγμα, η δημιουργία μιας διαδικτυακής πλατφόρμας προτάσεων τύπου opengov.

Λοιπόν αγαπητοί μου ανύπαρκτοι, ανίδεοι και επικίνδυνοι ΕΚΛΕΓΜΕΝΟΙ συνδικάλες. Οδηγήσατε σε έναν πόλεμο αντί σε μια διαπραγμάτευση, διότι αρνηθήκατε να δείτε την πραγματικότητα. Καταφέρατε να τους βάλετε όλους απέναντι: πολιτικούς, φορείς, εργοδότες, κοινωνία, και να έχετε και στον κλάδο δύο εμφύλιους να μαίνονται. Έναν τον δικό σας «πολιτικό-ιδεολογικό» (!) και έναν με το να αρνείστε τη νέα πραγματικότητα του διαδικτύου.

Τώρα πια, πάνω στα καπνισμένα ερείπια, έχετε μία και μόνο δουλειά πια να κάνετε:
Να υπάρχει ο ΕΔΟΕΑΠ την επόμενη ημέρα.
Να υπάρχει για την περίθαλψη, το φάρμακο και την επικούρηση εργαζομένων και συνταξιούχων στα ΜΜΕ.

Δεν ενδιαφέρουν κανέναν οι ιδεοληψίες της κάθε Πόπης, οι απειλές του κάθε Νίκου, οι ασυναρτησίες του κάθε Κωστάκη κ.ο.κ. Το δόγμα του όλα ή τίποτα είδαμε πού μας έβγαλε.
Το μόνο που είναι μετρήσιμο μέγεθος πια, είναι η υγεία των ίδιων και των παιδιών μας. Είναι το φάρμακο και η επικούρηση του συνταξιούχου. Είναι η περίθαλψη των ανήμπορων.


Όποιος παίξει με αυτά στο βωμό ιδεοληψιών, έχει ονοματεπώνυμο και θα το πληρώσει όπως του πρέπει. Δε μιλάμε πια για υψηλή πολιτική και μακροοικονομία. Κανείς δε μπορεί να παίζει παιχνιδάκια με τη ζωή των παιδιών μας χωρίς να υποστεί τις συνέπειες. 
Κατανοητό;

10 Σεπ 2016

Το Μποτάκι μου


Ήταν 15αύγουστος πριν την Αλλαγή. Έβραζε ο τόπος στις Ράχες και έπαιζα με το «αδελφάκι μου» το Νίκο κάτω από τον ίσκιο της μουριάς στο σπίτι της θείας της Μαρίας. Εκεί συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Ήταν ένα πλασματάκι όσο η παλάμη ενός ενήλικα. Δεν της έριξα δεύτερη ματιά. Άλλωστε δεν έπρεπε να ζηλέψει ο μεγάλος, τον οποίο μόλις είχα πείσει ότι τα νεογνά κοτοπουλάκια δεν τα μεταφέρουμε σφίγγοντας το λαιμό τους γιατί… χαλάνε!

Σε αυτό το μοτίβο συνεχίσαμε για μέχρι την ηλικία που άρχισε να μιλάει. Τι δράμα κι αυτό! Άρχιζε και σταματημό δεν είχε. Μέχρι και το κόλεϊ της οικογένειας ο Λούντβιχ, μετά από δεκατέσσερα παραμύθια που του έλεγε σερί, προσπαθούσε να πάει κάπου να κρυφτεί για να μην ακούει άλλο και την απωθούσε με την ουρά του.

Η αλήθεια είναι ότι με το Νίκο της κάναμε λίγο τη ζωή μαύρη και την πειράζαμε μέχρι σημείου βρασμού. Άντεχε όμως. Είχε βρει δε και φοβερό κόλπο για να εκδικείται: Ούρλιαζε στα καλά του καθουμένου και υποστήριζε στη μαινόμενη Καίτη ότι την πείραζε ο Νίκος! Έπιανε πάντα!

Κάπου εκεί άρχισαν και οι performance ανησυχίες της. Ενόργανη στην αρχή και χορός μετά. Δε περπατούσε κανονικά ούτε λεπτό. Πηδηματάκια, συνεχείς κωλοτούμπες και σπαγγάτο ενώ (βεβαίως) σου μίλαγε. Τσατάλια τα νεύρα. Πρέπει να πήγα σε περισσότερες παραστάσεις χορού απ’ ότι σε συναυλίες. Αν μπορούσα ας έκανα κι αλλιώς.
-          Γιώργο (έλεγε στον Σακκά μια Κυριακή του Νοεμβρίου), έχω παράσταση το Σάββατο, θα έρθεις να με βγάλεις φωτογραφίες;
-          Βεβαίως Μποτίνι, το Σάββατο που μας έρχεται;
-          Όχι, τον Ιούνιο!!!
Η συνομιλία είναι αληθινή.

Δεν είμασταν «κοντά». Τη λάτρευα πάντα, αλλά η διαφορά ηλικίας δεν μπορούσε να υπερκαλυφτεί. Στα 25 μου ήταν 13. Χάος.
Μέχρι που τον Αύγουστο του 2003 πήγαμε μαζί διακοπές στο Κουφονήσι. Δε θα σταθώ στα υπόλοιπα, μα μου έχει μείνει το παγωτό χωνάκι που τρώγαμε αργά το βράδυ τα δυό μας, καθισμένοι στο πεζούλι από τις καλαμιές χωρίς να λέμε κουβέντα. Άχνα. Και για εμένα τουλάχιστον ήταν σαν να τα είχαμε πει όλα. Μαγικό.
Εκεί μεγάλωσε για μένα. Εκεί, χωρίς να πούμε κουβέντα, έγινε στα μάτια μου από αγαπημένο ανιψάκι, το δικό μου Μποτάκι.

Το Μποτάκι που έμελλε αργότερα να είναι ο άνθρωπος που θα με τράβαγε καθημερινά από την προσδοκία ενός θανάτου που θα σταματούσε το συνεχή πόνο. Που θα γινόταν το «ηχείο» μου στον κόσμο και ο προστάτης άγγελος.
Μέχρι και βόλτα με λίαρ τζέτ την έχω πάει την αχάριστη. Εγώ τρελά χαρούμενος στο κλειστοφοβικό φορείο γεμάτος καλώδια, σωλήνες και πράγματα που κάνουν μπίπ, να κοιτάω από κοντά τις χιονισμένες Άλπεις και ο Μπότος με τους δύο γιάτρουλες με γουρλωμένα τα μάτια από αγωνία μην τους πάθω τίποτα κατά τη διάρκεια της πτήσης και χαιρετήσω τον πλάτανο…

Έχετε δει στα σήριαλ τους κυριούληδες  με την τραχειοτομία που διηγούνται την ιστορία της ζωής τους; Ε, δεν παίζει! Δεν μπορείς να μιλήσεις με τραχειοτομία και αναπνευστική υποστήριξη. Καθόλου. Ντίπ. Ούτε να φωνάξεις. Ούτε να ουρλιάξεις. Αν, δε, έχεις και μια περιποιημένη τετραπληγία, τότε δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο από το να κουνάς το κεφάλι, τα χείλια και να ανοιγοκλείνεις τα μάτια. Μπορείς όμως μια χαρά να εκνευρίζεσαι, να θυμώνεις, να κλαίς, να λυπάσαι, να πέφτεις σε κατάθλιψη, να θέλεις να σκοτώσεις και να θέλεις να ψοφήσεις μπας και ξεμπερδέψεις.

Όλα αυτά καλέστηκε να τα διαχειριστεί στα καλά καθούμενα η Μπετίνα. Από το Κουφονήσι που θα πήγαινε με τον Μπάξα, βρέθηκε στην κόλαση του Άλενσμπαχ. Δίπλα μου 18 ώρες την ημέρα, κάθε μέρα, για τέσσερις μήνες (χωρίς να βάλω μέσα ένα μήνα «προθέρμανση» στη Θεσσαλονίκη).

Διάβαζε τα χείλη μου και μετέφερε τι έλεγα σε γιατρούς και θεραπευτές. Μου μετέφραζε όταν δεν καταλάβαινα τι έλεγαν, κανόνιζε όλα τα διαδικαστικά, ήταν μαζί και βοηθούσε ενεργά σε φυσιοθεραπείες και εργοθεραπείες, τσακωνόταν με γιατρούς και νοσοκόμες, κανόνιζε τα πάντα και φρόντιζε τα πάντα. Μετά, το βράδυ, καθόταν εξουθενωμένη μέχρι να με πιάσουν τα χαπάκια και βλέπαμε ταινίες στο star. Πρέπει να έχουμε δει ό,τι απίστευτη μαλακία έχει υπάρξει.
Το πρόβλημα ήταν το τηλέφωνο. Το καθημερινό τηλεφώνημα στις 8 ώρα Ελλάδας στην Κατερίνα και τη Βίλυ. Κράταγε το ακουστικό του κινητού στο αυτί μου, εγώ άκουγα, κουνούσα τα χείλη μου, η Μπετίνα προσπαθούσε να μεταφέρει, ξανά το τηλέφωνο στο αυτί μου… Έχετε δοκιμάσει να πείτε ένα ζεστό και καθησυχαστικό «σ αγαπώ» μέσω άλλου; Ε, δε γίνεται!
Ήξερε πότε έπρεπε να κρύψει τα δάκρυά μου, ήξερε πότε έφτανα στα όριά μου, ήξερε πότε παρακάλαγα να τελειώσει το μαρτύριο του νευρολογικού βρογχοσπασμού. Μου τα έχωνε άσχημα όταν δήλωνα παραίτηση, κλαίγαμε παρέα όταν οι πόνοι δεν πέρναγαν με τα φάρμακα.

Το 25χρονο κοριτσάκι είχε γίνει για τους άλλους η καραμπιτσάρα Φράου Μπετίνα. Για εμένα η Φράου-λίτσα μου.

Το Μποτάκι μου κάνει οικογένεια. Παντρεύεται σήμερα και κάπου εδώ κανονικά θα έγραφα ότι ο γαμπρός θα πρέπει να προσέχει και ότι η ανάσα μου θα είναι στο σβέρκο του μια ζωή, διότι όποιος πληγώσει τη Μποτ…κτλ
Ο Μπάξας όμως δεν χρειάζεται τέτοιες νουθεσίες. Πρώτον γιατί έχει αποδείξει τόσα χρόνια ό,τι χρειαζόταν ν’ αποδείξει και δεύτερον γιατί στο Άλενσμπαχ τα Χριστούγεννα του 2007 είχα δει στο βλέμμα του την ίδια απειλή προς εμένα: «Μην μου τη ζορίσεις άλλο, θα έχεις να κάνεις μαζί μου θείο»!

Αρπάχτε τη ζωή απ τα μαλλιά, δείξτε της  ποιος είναι το αφεντικό, κάντε παιδιά για να νιώσετε την αληθινή ευτυχία και να έχετε πάντα
Καλή τύχη αγάπες μου.

   

25 Απρ 2016

H μητέρα των μαχών για τους δημοσιογράφους

Η ΕΣΗΕΑ και οι –εκλεγμένοι- άχρηστοι που αποτελούν το δ.σ. της είναι εδώ και μια 25ετία σωματείο-σφραγίδα. Είναι μακράν το χειρότερο συνδικαλιστικό σωματείο, με τύπους που κάνουν πολιτική και πουλούν παραγοντιλίκι, αντί να παλεύουν για τα δικαιώματα των εργαζομένων και καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας.
Λίγο καιρό πριν μπω κι εγώ στο μητρώο της ήταν ένα κλειστό κλαμπάκι δεξιών, πιο συντηρητικό κι από συνέλευση καρδιναλίων. Στην πορεία οι συσχετισμοί άλλαξαν, οι πλειοψηφίες άλλαξαν, αυτό που δεν έφυγε ποτέ ήταν η μούχλα.
Η ΕΣΗΕΑ, είτε αριστερή, είτε δεξιά, αρνείται πεισματικά να δει το μέλλον, άρα αδυνατεί να προλάβει τις εξελίξεις και να δουλέψει για αυτές προς όφελός της. Κάποτε δεν ήθελε στις τάξεις της τους εργαζόμενους στην τηλεόραση, μετά αρνήθηκε να ανοίξει την πόρτα στα ραδιόφωνα και ακόμα και σήμερα δεν θεωρεί δημοσιογράφους όσους δουλεύουν σε site. Δικαιολογίες πολλές, αλλά ουσία μία: Ανικανότητα να διαβάσει τι έρχεται. Και δεν μιλάμε για το σύλλογο συμβολαιογράφων Αρκαδίας (με το συμπάθειο), αλλά για το «πρώτο πνευματικό σωματείο της χώρας», όπως αρέσκονταν να λένε οι παλαιότεροι.

Κάπως έτσι φτάσαμε σε πόλεμο. Για την ακρίβεια μιλάμε για την μητέρα των μαχών για τους δημοσιογράφους. Μια μάχη που αν τη χάσουμε –όπως όλα δείχνουν- τελειώσαμε. Μια μάχη που οι φωστήρες συνδικαλιστές μας ποτέ δεν είδαν να έρχεται και να ετοιμάσουν τον κόσμο τους για αυτή, διότι πίστεψαν όλες τις υποσχέσεις που έδιναν οι πολιτικοί τους «φίλοι». Τόσο καλοί δημοσιογράφοι.
Βρισκόμαστε στη μέση της μητέρας των μαχών διασπασμένοι, με έναν ιδιότυπο εμφύλιο να μαίνεται σε πολλά μέτωπα τα τελευταία χρόνια και με τους υποτιθέμενους στρατηγούς να μην μιλάει ο ένας στον άλλον. Σα να μην έφτανε αυτό, κάθε κομματικό μπουλούκι δίνει διαφορετική γραμμή στα μέλη του και κάθε μαγαζί εκδίδει ανακοίνωση με άποψη για το τι πρέπει να γίνει. Το απόλυτο μπάχαλο!
Έχουμε απέναντί μας την κοινωνία γιατί ποτέ δεν αντιδράσαμε στο «αλήτες-ρουφιάνοι-δημοσιογράφοι» και ενίοτε το προκαλέσαμε. Έχουμε απέναντί μας την πιο ανάλγητη κυβέρνηση που έχει δει ο τόπος, την τρόικα, τους εργαζόμενους στα site και τους εργάτες Τύπου που ποτέ δεν δεχτήκαμε στον ΕΔΟΕΑΠ, τα κόμματα που βρίσκουν την ευκαιρία να ξεφορτωθούν μια και καλή τους ενοχλητικούς δημοσιογράφους, έχουμε φυσικά και τους εκδότες-καναλάρχες και διαφημιστές που εδώ και πολλά χρόνια ζητούν να τσεπώσουν το αγγελιόσημο.
Και τι κάνουμε; Τυφλή απεργία!
Απεργούμε, οι εφημερίδες δεν κυκλοφορούν, τα ραδιόφωνα παίζουν τραγουδάκια, οι τηλεοράσεις Μενεγάκη και όλοι είμαστε μια ευτυχισμένη παρέα! Αυτή είναι η επικοινωνία που κάνουν οι επαγγελματίες του χώρου στο πρόβλημά τους. Το θάβουν στην αφάνεια.

Φυσικά και είμαι υπέρ της απεργίας. Όμως μιας απεργίας διαρκείας, δυναμικής, με όλα τα μέσα και όλες μας τις δυνάμεις. Με όλα τα όπλα συντονισμένα. Με ειδήσεις όλη τη μέρα σε ραδιόφωνα και κανάλια που θα εξηγούν το πρόβλημα, θα βγάζουν ανθρώπους να μιλήσουν για αυτό, θα αναλύουν και θα –ναι- θα προπαγανδίζουν τα της απεργίας. Με όλες τις εφημερίδες κρεμασμένες στα περίπτερα με πρώτο θέμα την επιχείρηση φίμωσης των δημοσιογράφων, με όλα τα site να βομβαρδίζουν το διαδίκτυο με επιχειρήματα για αυτό τον αγώνα. Τα Μέσα είμαστε εμείς. Τα Μέσα είναι οι δημοσιογράφοι και οι εργάτες Τύπου και στην μητέρα των μαχών δε χωρούν ερωτήματα σε ποια χέρια θα περάσουν και τι θα μεταδίδουν. Αυτή είναι η μάχη που πρέπει να δοθεί και πρέπει να είναι λυσσαλέα και μέχρι να πέσει και ο τελευταίος.
Αν οι μιντιάρχες θελήσουν να αντιδράσουν είτε με λοκ-άουτ, είτε με απαγορεύσεις, τότε πάλι η απάντηση είναι μία: Λουκέτο παντού και παράλληλα έκδοση εφημερίδας από τα γραφεία της ΕΣΗΕΑ και του ΕΔΟΕΑΠ, κατάληψη των στούντιο της ΕΡΤ και και του ΑΠΕ με συνεχείς εκπομπές ενημέρωσης και ροή ειδήσεων από εκεί.

Δύσκολο; Προφανώς. Όλα τα άλλα όμως είναι χαμένος κόπος και τουφεκιές στον αέρα δεν είναι αγώνας. Ας δώσουμε αυτή τη μάχη και αν επιζήσουμε, πράγμα πολύ δύσκολο όπως είναι σήμερα τα πράγματα, ξεκαθαρίζουμε και τα υπόλοιπα. Έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν θα είναι το ίδιο μετά για κανέναν μας. Είτε πέσουμε, είτε σταθούμε όρθιοι.  

Γ.Γ.


12 Φεβ 2016

Καλό ταξίδι ρε μούργο!

Και ξαφνικά κάποιος εκεί ψηλά παρατάει την επετηρίδα και αποφασίζει να δώσει στον βαρκάρη νόμισμα για έναν από τη δική μας ΕΣΣΟ. Όχι μετά από δυστύχημα, ούτε από τίποτα κωλοκαρκίνους. Από γρίπη ρε φίλε!
Ο χάρος που είχε χάσει δυό φορές απανωτά το ματσάκι, τελικά το έστησε και πήρε τον Μούργο μας με πουστιά.
Δυό φορές είχανε συναντηθεί στα μαρμαρένια αλώνια ενός παγωμένου χειρουργείου στην μακρινή Αγγλία. Εκεί όπου οι νευροχειρούργοι του ανοίξαν το κεφάλι και έπαιξαν με τους νευρώνες που είχαν μπερδευτεί σε δαιδαλώδεις δρόμους. Την πρώτη φορά το παιχνίδι το δώσαμε παράλληλα. Εγώ στη Θεσσαλονίκη και ο Μήτσος στην Αγγλία τις ίδιες μέρες.
«Τα καταφέραμε ρε» μου έλεγε μερικούς μήνες μετά που γύρισα ανακατασκευασμένο ερείπιο από τη χώρα του Σόιμπλε και του ντόκτορ Κάπς. «Τον σκίσαμε το χάρο!».

Δημήτρης Γκίκας.
Το
must στις μικρομεταφορές!

Αυτό το σλόγκαν έγραφε η επαγγελματική του κάρτα. Δεν ξέρω με σιγουριά ποιος από όλους τους παλαβούς εκείνης της υπέροχης παρέας το είχε σκαρφιστεί, αλλά ο Μήτσος το τύπωσε με περηφάνια. Την ίδια περηφάνια που είχε όταν από έφηβος, την ώρα που εμείς σκεφτόμασταν την επόμενη γκόμενα ή τα γκριπς που θα βάλουμε στο φτιαγμένο μας παπί, ο Δημήτρης είχε να βοηθήσει τον πατέρα του στις μετακομίσεις. Και όταν αυτός έφυγε νωρίς, ο Μήτσος κληρονόμησε ένα μπουρδέλο φορτηγάκι με αιώνες λειτουργίας, μερικά χρέη στο καταραμένο ΤΕΒΕ, τον άρρωστο Χρήστο τον μεγάλο του αδελφό, ένα σπιτάκι με τσιμεντένια αυλή βγαλμένο λες από ελληνική ταινία του ’50 και μια βασανισμένη μάνα.
Τα αμέτρητα φορτία που κουβάλησε στην πλάτη, του σακάτεψαν ισχίο και γόνατα πριν πατήσει τα 40. Η κατάρα του εργάτη.
Ο Μήτσος εκεί. Μικρομεταφορές. Μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Ο ίδιος κάπως θα την έβγαζε, οι άλλοι δύο;
Τον ζήλευα το ομολογώ!
Δεν ζήλευα τις απίστευτες γνώσεις του στη μουσική. Δε ζήλευα τον τρόπο που απομνημόνευε χωρία ολόκληρα από τα βιβλία που καταβρόχθιζε. Δεν ζήλευα τα Αγγλικά του, που ανάθεμα αν κατάλαβα ποτέ που διάολο τα έμαθε. Δε ζήλευα καν τα μάγια που έκανε στις τσιπούρες και έπεφταν με τα μούτρα στα δικά του μόνο πεταχτάρια.
Ζήλευα την απλότητά του, που με πήγαινε πίσω στα παιδικά μου χρόνια, στον Χαράλαμπο και τη Βασίλω, τον κυρ Βαγγέλη και την Αλτάνα, τη θεία Χαρίκλεια, τον θείο τον Βασίλη. Ζήλευα την ικανότητα να χαίρεσαι πραγματικά με πράγματα απλά. Να σου φτιάχνει τη μέρα η μυρωδιά από το ψημένο ψωμί. Να στήνεις τσιμπούσι με φίλους πάνω σε μια ψησταριά που έριξες δυο τρεις μουρμουρίτσες που σπαρταράν και δίπλα στο καζάνι να βράζουνε τα μαζεμένα από τα χέρια σου χόρτα. Έφτιαχνε πίτα η μαμά κι ο Μήτσος κέρναγε σα να ‘τανε η τούρτα της γιορτής του. Εμείς μπορεί να είχαμε κατάθλιψη για ένα κάρο ανούσιες στο τέλος παπαριές και ο Μήτσος έπαιρνε μέσα στην χαρά να πει: «Η μάνα ζύμωσε ψωμί, είναι υπέροχο. Πάρε το Κατερινιό κι ελάτε». Ψωμί κι αλάτι. Η ουσία της ζωής…

Μιλήσαμε τη μέρα της γιορτής μου. Δεν είχε κάποιον να τον φέρει σπίτι κι εμείς σε λίγο θα βγαίναμε. Ήταν πιο ενθουσιασμένος από παιδάκι στη Ντίσνεϊλαντ: Το Διονυσάκι του είχε χαρίσει ένα τάμπλετ! Είχε χωθεί ολόκληρος μέσα στους ωκεανούς της πληροφορίας και φόρτωνε ασταμάτητα δεδομένα στις αποθήκες της θαυμαστής του μνήμης. «Είναι μαγικό», μου έλεγε, «βρίσκω απαντήσεις σε κάθε απορία που μπορώ να σκεφτώ.»

Πριν τρεις μέρες σήκωσε υψηλό πυρετό. Την επόμενη εισήχθη στο νοσοκομείο. Εχθές τον έβαλαν στην εντατική όπου και κατέληξε. Από γρίπη. Από γρίπη ρε φίλε, ενώ είχε βγει καθαρός από δύο εγχειρήσεις στον εγκέφαλο!

Κάποιος εκεί ψηλά θα ήθελε dj, παρέα στο ψάρεμα ή κάποιον αυθεντικό προλετάριο για να φιλοσοφεί.

Καλή αντάμωση ρε φίλε.