Ήταν 15αύγουστος
πριν την Αλλαγή. Έβραζε ο τόπος στις Ράχες και έπαιζα με το «αδελφάκι μου» το
Νίκο κάτω από τον ίσκιο της μουριάς στο σπίτι της θείας της Μαρίας. Εκεί
συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Ήταν ένα πλασματάκι όσο η παλάμη ενός ενήλικα.
Δεν της έριξα δεύτερη ματιά. Άλλωστε δεν έπρεπε να ζηλέψει ο μεγάλος, τον οποίο
μόλις είχα πείσει ότι τα νεογνά κοτοπουλάκια δεν τα μεταφέρουμε σφίγγοντας το
λαιμό τους γιατί… χαλάνε!
Σε αυτό το μοτίβο
συνεχίσαμε για μέχρι την ηλικία που άρχισε να μιλάει. Τι δράμα κι αυτό! Άρχιζε
και σταματημό δεν είχε. Μέχρι και το κόλεϊ της οικογένειας ο Λούντβιχ, μετά από
δεκατέσσερα παραμύθια που του έλεγε σερί, προσπαθούσε να πάει κάπου να κρυφτεί για
να μην ακούει άλλο και την απωθούσε με την ουρά του.
Η αλήθεια είναι ότι
με το Νίκο της κάναμε λίγο τη ζωή μαύρη και την πειράζαμε μέχρι σημείου
βρασμού. Άντεχε όμως. Είχε βρει δε και φοβερό κόλπο για να εκδικείται: Ούρλιαζε
στα καλά του καθουμένου και υποστήριζε στη μαινόμενη Καίτη ότι την πείραζε ο
Νίκος! Έπιανε πάντα!
Κάπου εκεί άρχισαν
και οι performance ανησυχίες της. Ενόργανη στην αρχή και χορός μετά. Δε
περπατούσε κανονικά ούτε λεπτό. Πηδηματάκια, συνεχείς κωλοτούμπες και σπαγγάτο ενώ
(βεβαίως) σου μίλαγε. Τσατάλια τα νεύρα. Πρέπει να πήγα σε περισσότερες
παραστάσεις χορού απ’ ότι σε συναυλίες. Αν μπορούσα ας έκανα κι αλλιώς.
-
Γιώργο (έλεγε στον Σακκά μια Κυριακή του
Νοεμβρίου), έχω παράσταση το Σάββατο, θα έρθεις να με βγάλεις φωτογραφίες;
-
Βεβαίως Μποτίνι, το Σάββατο που μας έρχεται;
-
Όχι, τον Ιούνιο!!!
Η συνομιλία είναι
αληθινή.
Δεν είμασταν «κοντά».
Τη λάτρευα πάντα, αλλά η διαφορά ηλικίας δεν μπορούσε να υπερκαλυφτεί. Στα 25
μου ήταν 13. Χάος.
Μέχρι που τον
Αύγουστο του 2003 πήγαμε μαζί διακοπές στο Κουφονήσι. Δε θα σταθώ στα υπόλοιπα,
μα μου έχει μείνει το παγωτό χωνάκι που τρώγαμε αργά το βράδυ τα δυό μας, καθισμένοι
στο πεζούλι από τις καλαμιές χωρίς να λέμε κουβέντα. Άχνα. Και για εμένα
τουλάχιστον ήταν σαν να τα είχαμε πει όλα. Μαγικό.
Εκεί μεγάλωσε για
μένα. Εκεί, χωρίς να πούμε κουβέντα, έγινε στα μάτια μου από αγαπημένο ανιψάκι,
το δικό μου Μποτάκι.
Το Μποτάκι που έμελλε
αργότερα να είναι ο άνθρωπος που θα με τράβαγε καθημερινά από την προσδοκία ενός
θανάτου που θα σταματούσε το συνεχή πόνο. Που θα γινόταν το «ηχείο» μου στον
κόσμο και ο προστάτης άγγελος.
Μέχρι και βόλτα με
λίαρ τζέτ την έχω πάει την αχάριστη. Εγώ τρελά χαρούμενος στο κλειστοφοβικό
φορείο γεμάτος καλώδια, σωλήνες και πράγματα που κάνουν μπίπ, να κοιτάω από
κοντά τις χιονισμένες Άλπεις και ο Μπότος με τους δύο γιάτρουλες με γουρλωμένα
τα μάτια από αγωνία μην τους πάθω τίποτα κατά τη διάρκεια της πτήσης και
χαιρετήσω τον πλάτανο…
Έχετε δει στα
σήριαλ τους κυριούληδες με την τραχειοτομία
που διηγούνται την ιστορία της ζωής τους; Ε, δεν παίζει! Δεν μπορείς να
μιλήσεις με τραχειοτομία και αναπνευστική υποστήριξη. Καθόλου. Ντίπ. Ούτε να
φωνάξεις. Ούτε να ουρλιάξεις. Αν, δε, έχεις και μια περιποιημένη τετραπληγία,
τότε δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο από το να κουνάς το κεφάλι, τα χείλια
και να ανοιγοκλείνεις τα μάτια. Μπορείς όμως μια χαρά να εκνευρίζεσαι, να
θυμώνεις, να κλαίς, να λυπάσαι, να πέφτεις σε κατάθλιψη, να θέλεις να σκοτώσεις
και να θέλεις να ψοφήσεις μπας και ξεμπερδέψεις.
Όλα αυτά
καλέστηκε να τα διαχειριστεί στα καλά καθούμενα η Μπετίνα. Από το Κουφονήσι που
θα πήγαινε με τον Μπάξα, βρέθηκε στην κόλαση του Άλενσμπαχ. Δίπλα μου 18 ώρες
την ημέρα, κάθε μέρα, για τέσσερις μήνες (χωρίς να βάλω μέσα ένα μήνα «προθέρμανση»
στη Θεσσαλονίκη).
Διάβαζε τα χείλη
μου και μετέφερε τι έλεγα σε γιατρούς και θεραπευτές. Μου μετέφραζε όταν δεν
καταλάβαινα τι έλεγαν, κανόνιζε όλα τα διαδικαστικά, ήταν μαζί και βοηθούσε
ενεργά σε φυσιοθεραπείες και εργοθεραπείες, τσακωνόταν με γιατρούς και
νοσοκόμες, κανόνιζε τα πάντα και φρόντιζε τα πάντα. Μετά, το βράδυ, καθόταν εξουθενωμένη
μέχρι να με πιάσουν τα χαπάκια και βλέπαμε ταινίες στο star. Πρέπει να έχουμε δει ό,τι απίστευτη
μαλακία έχει υπάρξει.
Το πρόβλημα ήταν
το τηλέφωνο. Το καθημερινό τηλεφώνημα στις 8 ώρα Ελλάδας στην Κατερίνα και τη
Βίλυ. Κράταγε το ακουστικό του κινητού στο αυτί μου, εγώ άκουγα, κουνούσα τα
χείλη μου, η Μπετίνα προσπαθούσε να μεταφέρει, ξανά το τηλέφωνο στο αυτί μου…
Έχετε δοκιμάσει να πείτε ένα ζεστό και καθησυχαστικό «σ αγαπώ» μέσω άλλου; Ε,
δε γίνεται!
Ήξερε πότε έπρεπε
να κρύψει τα δάκρυά μου, ήξερε πότε έφτανα στα όριά μου, ήξερε πότε παρακάλαγα
να τελειώσει το μαρτύριο του νευρολογικού βρογχοσπασμού. Μου τα έχωνε άσχημα
όταν δήλωνα παραίτηση, κλαίγαμε παρέα όταν οι πόνοι δεν πέρναγαν με τα φάρμακα.
Το 25χρονο κοριτσάκι
είχε γίνει για τους άλλους η καραμπιτσάρα Φράου Μπετίνα. Για εμένα η
Φράου-λίτσα μου.
Το Μποτάκι μου
κάνει οικογένεια. Παντρεύεται σήμερα και κάπου εδώ κανονικά θα έγραφα ότι ο
γαμπρός θα πρέπει να προσέχει και ότι η ανάσα μου θα είναι στο σβέρκο του μια
ζωή, διότι όποιος πληγώσει τη Μποτ…κτλ
Ο Μπάξας όμως δεν χρειάζεται τέτοιες νουθεσίες. Πρώτον γιατί έχει αποδείξει τόσα χρόνια ό,τι χρειαζόταν ν’ αποδείξει και δεύτερον γιατί στο Άλενσμπαχ τα Χριστούγεννα του 2007 είχα δει στο βλέμμα του την ίδια απειλή προς εμένα: «Μην μου τη ζορίσεις άλλο, θα έχεις να κάνεις μαζί μου θείο»!
Ο Μπάξας όμως δεν χρειάζεται τέτοιες νουθεσίες. Πρώτον γιατί έχει αποδείξει τόσα χρόνια ό,τι χρειαζόταν ν’ αποδείξει και δεύτερον γιατί στο Άλενσμπαχ τα Χριστούγεννα του 2007 είχα δει στο βλέμμα του την ίδια απειλή προς εμένα: «Μην μου τη ζορίσεις άλλο, θα έχεις να κάνεις μαζί μου θείο»!
Αρπάχτε τη ζωή απ
τα μαλλιά, δείξτε της ποιος είναι το
αφεντικό, κάντε παιδιά για να νιώσετε την αληθινή ευτυχία και να έχετε πάντα
Καλή τύχη αγάπες μου.
Καλή τύχη αγάπες μου.