1 Μαρ 2020

Αυτοί που αλλοιώνουν τον πολιτισμό μας


Επεισόδια στο λιμάνι της Θερμής

Είμαι οργισμένος. Δεν είμαι θυμωμένος, είμαι σίγουρα κάτι παραπάνω. Κάτι που με κάνει να θέλω να κλάψω. Κάτι που με κάνει να θέλω να δράσω. Όχι πολιτικά, όχι συλλογικά, όχι με κοινωνικά πρέπει και δεν πρέπει, αλλά με λύσσα. Με «αποτελεσματική προτροπή», με τρόπο που ο εισαγγελέας θα ξεράσει και ο διασώστης θα γυρίσει με αναγούλα το κεφάλι. Με ανεξέλεγκτη οργή, με πάθος. Με τρόπους που θα προκαλέσουν πόνο. Πολύ πόνο. Και φόβο. Μέγα φόβο.


Κλείνω τα δακρυσμένα από ανήμπορη να ξεσπάσει οργή μάτια μου, και όπως τα παιδάκια φαντάζονται τους ήρωές τους σε άλλες διαστάσεις, βλέπω τον καρτουνίστικο εαυτό μου να αρπάζει αυτό το ελεεινό απολειφάδι ανθρώπου στη Μυτιλήνη που έσκουζε στην έγκυο της βάρκας:
"- Να μη γαμιόσνα σα τη σκύλα, να μην ήσουναγκαστρωμένη μωρή! Κουνέλες! Εμείς σε γαμήσαμε;»και να τον κάνω να κλαίει σα μωρό από τρόμο.

Στις καλές μου στιγμές θέλω να τον πετάξω μαζί με τη βρωμιάρα ρατσίστρια που έσκουζε δίπλα του, μέσα σε μια πόλη που βομβαρδίζεται, μόνους τους, χωρίς φίλους και συμμάχους. Αξιοθρήνητα σαρκία που ακόμα και η σπατάλη μιας σφαίρας θα είναι πολύ για να τα μετατρέψει σε κουφάρι. Εκεί, να ουρλιάζουν ψάχνοντας μάταια να κρυφτούν από το μοιραίο. Ψάχνοντας μάταια να βρουν σε τι έφταιξαν και τους θέλει νεκρούς ο άγνωστος εχθρός.

Στις κακές μου πάλι, τους θέλω σ ένα παράλληλο σύμπαν έρμαια της μάνας που προσπαθεί να γλυτώσει το παιδί της. Της σκύλας που εχθρός πλησιάζει τη φωλιά με τα κουτάβια, της λέαινας που στραβοκοίταξε κάποιος το λιονταράκι της. Της εγκύου που σε όλο το ζωικό βασίλειο χαίρει προστασίας αλλά και φόβου.  Τους θέλω όχι στη βάρκα των ψυχών που ψάχνουν φιλόξενη γη, μα σε στρατόπεδο ομοϊδεατών τους ναζιστών ή ισλαμοφασιστών που σκότωναν χωρίς φειδώ εγκύους. Να δουν τι σημαίνει το «στ’ αρχίδια μας κι αν είσαι έγκυος, εμείς σε πηδήξαμε»; Όταν θα τους πηδάνε σε σειρά πριν τελειώσουν τη μίζερη ζωή τους ως πειραματόζωα.

Ελεεινοί υπάνθρωποι που μοιραζόμαστε την ίδια χώρα, την ίδια γλώσσα, ίσως την ίδια θρησκεία, μα τίποτα κοινό δεν έχουν με εμένα παρά μόνον την όψη τους. Ελεεινά ανθρωπάρια που αλλοιώνουν τον πολιτισμό μας. Ξεφτιλισμένοι φασίστες, τιποτένιοι ρατσιστές που βγήκαν στον αφρό στις άσχημες μέρες που ζούμε.

Θέλω πολύ να τους προκαλέσω πόνο φριχτό στα σωθικά. Και να τους διώξω σε μια βάρκα σε μαύρα νερά, σε αφιλόξενη γη, σε βάλτους ίδιους με την ψυχή τους.

Δε μπορώ όμως. Πρώτα φυσικά, σωματικά. Κι δεύτερον γιατί όσο και να βράζει το είναι μου, το ξέρω, σαν κι αυτούς ποτέ δεν θα γίνω. Γιατί η ιστορία μου με έμαθε να αγκαλιάζω τον κατατρεγμένο. Γιατί τα βιβλία μου μου είπαν ότι αδύναμοι κάποτε είμασταν εμείς. Γιατί απλά δεν είμαι φασίστας. 

Γιατί αντίθετα μ αυτούς είμαι άνθρωπος γαμώτο, όσο κι αν κλείνω τα μάτια και με γλυκιά ηδονή σκέφτομαι πως απεμπολώ την ιδιότητα και γίνομαι των κόμικ ο πανίσχυρος τιμωρός.