31 Δεκ 2021

"Ρεβεγιόν"

 


Παραμονή Πρωτοχρονιάς early ’90.

Ξημέρωνε στον Ταύρο ανάμεσα σε τόνους δημοσιογραφικού χαρτιού πεταμένους στο πάτωμα, τόνους αποτσίγαρα, μπουκάλια με ουίσκι, κουτιά από λεχματζούν, Μαλαματίνα του Ρώσιου, κασόχαρτα πάνω στις μονταζιέρες, κόλες παντού και «γραμμιδάκια». Φωτογραφίες χύμα πάνω στα άδεια γραφεία, Θεοδωράκης να βαράει ακατάπαυστα από το γραφείο του Προέδρου, οι υλατζήδες σε αποσύνθεση χυμένοι πάνω στις καρέκλες με τα πόδια στο γραφείο, οι σελιδοποιοί να κάνουν τα τελευταία μερεμέτια, ο Κανέλος να γκρινιάζει που περιμένουμε το Πρωτοχρονιάτικο Λαχείο για να μπει και ο Μαύρος μόλις γύριzε από το «βουνό» για να γράψει το κύριο άρθρο αγκαλιά με μια αρμαθιά «ξυστά».

Ο Τσάγκ στην καβάτζα του φιλάθλου με τον Μπαρλά για τις αθλητικές, η Διονυσία ζωγραφίζοντας τα καλλιτεχνικά, η Φού μονίμως αγχωμένη, η -εγώ τι κάνω εδώ;- Ρούλα, ο Νίκανδρος με το μόνιμα μπλαζέ ύφος, ο Αποστόλης κόκκαλο, ο Τσιρό να συνεχίζει κάτι να γράφει και αφού είχαμε τελειώσει τα πάντα, ο Μπουρδαράκος με τα καλύτερα χειρόγραφα του κόσμου, ο απατεώνας ο Δήμτσας και ο «μούστος»,  ο Κοντοπάνος με τα πατομπούκαλα,  ο Γερονικολός που μέχρι εκείνη την ώρα είχε πιεί δυό κάβες ουίσκυ και μια φυτεία καφέ, η Κατερίνα παιδάκι στη μονταζιέρα της 1ης,, οι διορθωτές που δεν έβλεπαν πια μπροστά τους. Αυτοί που είχαν μείνει στην εφημερίδα από χθες το μεσημέρι υποδέχονταν κι εκείνους που ήρθαν για αλλαγές ή για τα τελευταία νέα.

H  θεσμική διπλοβάρδια του φύλλου της Πρωτοχρονιάς. Οι εφημερίδες τότε δεν έβγαιναν μια βδομάδα πριν…

Και μέσα στη σιγαλιά της βαβούρας της έκδοσης και των μπάσων του πιεστηρίου που βάραγε στο υπόγειο, ακουγονταν οι φωνές του Παπαγεωργίου που ανέβαινε από το κανάλι για να τσεκάρει τις σελίδες:
«Έλα, πάμε, να στηθεί το γήπεδο. Πολλά βάζετε-πολλά παίρνετε!  Έλα να ξυπνάμε».
Σε χρόνο dt δύο γραφεία είχαν ενωθεί και ένα μεγάλο κουτί από φίλμ θα ήταν το «γήπεδο» για τα κόκκαλα. «Πέντε πάνω – πέντε κάτω» και κλαίγανε μανούλες! Όλοι θα πέρναγαν να καταθέσουν τον οβολό τους στα ζάρια μέχρι να φύγει το τελευταίο φύλλο της χρονιάς για το πιεστήριο και για μερικούς το τελευταίο πεντακοσάρικο από την τσέπη…

Κατά τις 12 και έχοντας συμπληρώσει 20 ώρες δουλειάς φεύγαμε. Στάση για μίλκο και τυρόπιτα, μπάνιο γιατί η νικοτίνη έσταζε από πάνω μας και νανάκια γιατί το βράδυ είχαμε μάζωξη.

«Ρεβεγιόν», τότε που πάσχιζε ο Κωστόπουλος να μας ξεβλαχέψει και να μας βγάλει στα μπάρ και τις «πίστες» ήταν συνυφασμένη με το χαρτοπαίγνιο μέχρις εσχάτων.
Έκανε «κατάσταση» ο Κώστας με την Εύα και στο σαλόνι τους μαζευόταν 60 άτομα. Με τα κουστούμια και τις τουαλέτες, με σέα και τα μέα, αλλά με σκοπό ένα: Την τσόχα!

Πέντε τραπέζια μίνιμουμ και χωρισμένα σύμφωνα με το… level των παιχτών. Από το «καλό» της πόκας που έπαιζαν την μάνα τους και τον πατέρα τους, μέχρι το -λέμε τώρα- «χαλαρό» του «Θανάση» όπου οι κυρίες έβγαζαν τα ματάκια και τις κακίες τους μέχρι πρωίας.

Γέλιο, ανταλλαγές δώρων, φαγητό πλούσιο, χαρά, ανεμελιά, σιγουριά ότι το αύριο θα είναι καλύτερο. Δεν είναι μόνο το ότι είμασταν νέοι και αισιόδοξοι. Ο κόσμος ήταν αλλιώς.

 

Τώρα, στην «κανονικότητα» της μιζέριας, της απομόνωσης λόγω φόβου, της αρρώστιας και της ΜΕΘ. Της μυρωδιάς του θανάτου που σου καρφώνεται στο μυαλό και της αποστροφής για τον συνάνθρωπο που σε πλησίασε στο ένα μέτρο. Στην εποχή που το φιλί είναι απαγορευμένο, που η αγκαλιά αντικαταστάθηκε από τη μπουνιά, που δεν μπορείς να δεις τους φίλους σου. Που πεθαίνεις μόνος σου και σε αποχαιρετούν από ένα γαμημένο τάμπλετ. Την εποχή που το έχω δουλειά σημαίνει με πηδάνε για 700 ευρώ και δημοσιογράφος δηλώνει η κάθε βιζιτού. Στους καιρούς που οι εφημερίδες δεν έχουν σφυγμό, τα ραδιόφωνα παίζουν μόνο μουσική, τα δελτία της tv είναι πιο μονοφωνικά από την ΥΕΝΕΔ και τα site είναι διαγωνισμός clopy-paste. Που το πολιτικό προσωπικό δεν θα το είχαν οι παλιοί κοινοβουλευτικοί ούτε για να τους καθαρίζουν τα τασάκια στο γραφείο. Που ουδείς εξανίσταται στο μπάχαλο μιας κυβέρνησης χωρίς ειρμό, σκοπό, πορεία και ήθος διότι «οι άλλοι θα ήταν χειρότεροι». Στη δεκαετία που μας μπήκε γαμιώντας και συνεχίζει kinky, αλλά οι νέοι αγαπιούνται από μακριά, κάνουν έρωτα από εφαρμογές και μένουν στα παιδικά τους δωμάτια. Που το όνειρο είναι μια βραδιά με όλους τους αγαπημένους σου μαζί και όχι από το skype. Μια συναυλία, ένα πάρτυ, μια βραδιά με τσίπουρα. Την εποχή που η κοινωνική συναναστροφή περνάει από το απλίκι που τσεκάρει τα εμβόλιά σου και όποιος φταρνίζεται εξοβελίζεται στο πυρ το εξώτερο. Που ο καθένας μας θα μετρήσει μόνος του αντίστροφα τη ροή του χρόνου και δεν θα γίνουμε μια μεγάλη αγκαλιά δίνοντας τη σιωπηλή υπόσχεση ότι είμαστε εδώ ο ένας για τον άλλον στο αέναο ταξίδι γύρω από τον ήλιο.

Δεν είναι κανονικότητα η συλλογική μοναξιά. Δεν είναι κανονικότητα η «κοινωνική φούσκα». Πάνω απ όλα δεν είναι κανονικό να μην περιμένεις με αισιοδοξία το μέλλον, αλλά να αναπολείς ένα παρελθόν από το οποίο πάλεψες για να καλυτερέψεις…

Καλή μας Χρονιά Αδέλφια!