Του Πετρου Παπακωνσταντινου από την Καθημερινή
Σε ευρωπαϊκή κλίμακα, οι εκλογές είχαν δύο μεγάλους ηττημένους: Την Ευρώπη του νεοφιλελευθερισμού και τη σοσιαλδημοκρατία του Τρίτου Δρόμου. Το γεγονός αυτό συνιστά, εκ πρώτης όψεως, διπλό πολιτικό παράδοξο. Οι ευρωεκλογές έγιναν σε συνθήκες αυξανόμενης ανεργίας, ανέχειας και ανασφάλειας λόγω της χειρότερης κρίσης του διεθνούς καπιταλισμού κατά τα τελευταία 80 χρόνια. Η συγκυρία θα έπρεπε, φυσιολογικά, να ευνοεί τις φιλο-Ε.Ε. πολιτικές δυνάμεις, καθώς η Ενωση εμφανίζεται ως σωτήριο καταφύγιο απέναντι στην απειλή της οικονομικής κατάρρευσης. Οπως θα έπρεπε να στρέφει τα λαϊκά στρώματα στη σοσιαλδημοκρατία, τουλάχιστον στις χώρες με συντηρητικές κυβερνήσεις.
Η πρωτοφανής έκταση της αποχής, σε συνδυασμό με τη συχνά εντυπωσιακή μεγέθυνση των κομμάτων που απορρίπτουν το σημερινό μοντέλο της Ενωσης, μαρτυρούν ότι στα μάτια της μεγάλης πλειονότητας των Ευρωπαίων, οι Βρυξέλλες δεν είναι μέρος της λύσης των προβλημάτων τους, αλλά μέρος των ίδιων των προβλημάτων τους.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία (με την Ελλάδα να αποτελεί εξαίρεση) κατέγραψε την πλέον συντριπτική ήττα της στα μεταπολεμικά χρονικά. Τα δύο ιστορικά κόμματα-οδηγοί της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, οι Βρετανοί Εργατικοί και οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, υπέστησαν πραγματική πανωλεθρία. Το γεγονός αυτό λέει πολλά, γιατί ήταν ακριβώς αυτά τα δύο κόμματα εκείνα που ηγήθηκαν της δεξιόστροφης μετάλλαξής τους, με το περίφημο μανιφέστο των Μπλερ και Σρέντερ περί «Τρίτου Δρόμου - Νέου Κέντρου», το οποίο προσφυώς χαρακτηρίστηκε «Θατσερισμός με παντελόνια». Η Κεντροαριστερά εμφανίστηκε βασιλικότερη του βασιλέως στην υπεράσπιση της νεοφιλελεύθερης και ατλαντικής Ευρώπης των ελίτ, με χαρακτηριστικά δείγματα γραφής την υπεράσπιση του Ευρωσυντάγματος και την ένταξη της Τουρκίας στην Ενωση. Αποκορύφωμα ήταν η συγκυβέρνηση σε Γερμανία και Αυστρία, η οποία λειτούργησε, φυσικά, υπέρ της Δεξιάς.
Η ενίσχυση «ατυπικών», «αντισυστημικών» κομμάτων, στο δεξιό και στο αριστερό τμήμα του φάσματος, υποδηλώνει ένα «θυμωμένο κοινό», που απορρίπτει τη συναίνεση των ελίτ και αναζητά σαφείς διαχωριστικές γραμμές και κοινωνικές αναφορές. Το γεγονός αυτό τονίζει την ευθύνη της πέραν της σοσιαλδημοκρατίας Αριστεράς να δώσει πολιτική διέξοδο στις αγωνίες των λαϊκών στρωμάτων, τα οποία, σε διαφορετική περίπτωση, θα κατευθυνθούν στην απειλητικά ανερχόμενη ακροδεξιά. Αλλωστε, η πολλή συναίνεση σκοτώνει τη Δημοκρατία - ας αφήσουμε που μακροπρόθεσμα, από κανέναν μας δεν θα λείψει η απόλυτη ηρεμία.