1 Ιουν 2020

Ιούνης


Ιούνης….
Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αναπνεύσουν και φλέγονται μετά τη δολοφονία που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής. Ο τρελός με τα πορτοκαλί μαλλιά και τη βαλίτσα των πυρηνικών σκεπάζει με φρέσκο μαύρο αίμα τους 100.000 νεκρούς της ανικανότητάς του. Νιώθει όμως ακόμα πιο βέβαιος για τη δεύτερη 4ετία, καθώς η «βαθιά αμερική» είναι βαθιά ρατσιστική.
Η Ευρώπη διχασμένη, παρατηρεί. Στρέφει το βλέμμα στα δικά της γκέτο και τρέμει. Τρέμει εξεγέρσεις την ώρα που δεν ξέρει τι θα ξημερώσει το φθινόπωρο με τον κορωνοϊό και το «restart» των μηχανών της οικονομίας. Οι στρατιές ανέργων μεγαλώνουν και οι τεράστιες εταιρίες ρουφάνε το οξυγόνο του «φρεσκοτυπωμένου»  χρήματος από τους μικρούς που δεν θα δουν ποτέ το χρώμα του. Και ο ρατσισμός των «νοικοκυραίων» του βορρά ρίχνει το δηλητήριο: «ας είχαν κράτη έτοιμα να αντιμετωπίσουν τη συμφορά»! Η Ευρώπη των λαών που ονειρευόμασταν κάποτε.
Στην Ελλάδα, η επιτροπή Τσιόδρα μας έσωσε από τις εκατόμβες και τώρα μουδιασμένους μας αναλαμβάνουν για τα περεταίρω οι λογιστές. Προσευχόμαστε στο θεό του τουρισμού και αποκαθηλώνουμε με πάταγο τα εργατικά δικαιώματα και τη μείωση εισοδήματος με τη βάναυση «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ». Περιμένουμε το μάνα των Βρυξελλών αν και όλοι ξέρουμε ότι οι τράπεζες-ζόμπι ποτέ δεν θα ρίξουν το χρήμα στη μικρή επιχείρηση. «Τα μα σας και τα σας μάσατα» και θα ζητιανεύουμε πάλι τα ψίχουλα από το τραπέζι των εκλεκτών. Και θα βγαίνουν να μας λένε με στόμφο ότι έφταιξε ο Ανδρέας που τα πρώτα τα πακέτα τα μοίρασε στην πλέμπα. Στην αγροτιά και τις συντάξεις και όχι σε αυτούς που ξέρουν πώς να τα φάνε. Σκάι. Σκάστε.
Ιούνης
Και κρατάμε όλοι την αναπνοή μας και περιμένουμε. Σα να ήμαστε σε καταφύγιο να έχουν ουρλιάξει οι σειρήνες και να περιμένουμε τη βροχή του θανάτου.
Θα έρθουν οι τουρίστες; Θα δουλέψουν τα μαγαζιά; Θα βρουν δουλειά τα παιδιά; Θα τα βγάλουμε πέρα με μειωμένο μισθό; Θα πάρει το σπίτι η τράπεζα; Ο γιατρός που χειροκροτούσαμε θα ζητήσει φακελάκι; Πόσο θα έρθει η εφορία; Ο covid θα λιανίσει τα γερόντια και τους ανήμπορους το χειμώνα ή θα  υπάρξει κάποιο φάρμακο;
Ιούνης.
Παιδιά μαγκωμένα στο σχολειό. Με μάσκες. Με αντισηπτικά. Μην αγκαλιάζεστε. Μην έρχεστε κοντά. Μην παίζετε με μπάλα. Μη δανείζεστε μολύβια. Μην πιάσετε το χέρι που λαχταράτε. Μην ερωτευτείτε. Μη ζείτε. Μη.
Φόβος. Απαγορεύσεις. Γάντια στα χέρια. Άδειες αγκαλιές.
Ιούνης.
Δεν είναι έτσι το καλοκαίρι μας.
Και το βράδυ, αργά, την ώρα που ο ήχος ταξιδεύει μέτρα πολλά ανάμεσα στα κουτιά που φυλάμε τα όνειρα και τους φόβους μας, ακούς γάργαρη την ελπίδα. Γέλια, χαρές, τραγούδια. Μουσική που δεν την καταλαβαίνεις. Λόγια που δεν τα καταλαβαίνεις. Λέξεις άγνωστες. Ξενικές. Εφηβικές. Βρισιές και ουρλιαχτά που σε σαστίζουν και γέλια μετά που βγαίνουν από την ψυχή. Έφηβοι. Νεούδια. Ζωή. Χαρά. Έρωτας. Λατρεία και αποκαθήλωση. Μπάφοι και μπύρες σε τσίγκινο. Ποδαράδα και φρέντο εσπρέσσο για δύο. Σέξ για τον πόθο και ορμόνες που κερδίζουν κατά κράτος κάθε μάχη. Sms, insta, tiktok, story, νύχια αετού, τατού και σχώραμε που δεν καταλαβαίνω τι λένε τα κομπιούτερς και οι αριθμοί. Παρέες ετών οι ίδιες και οι ίδιες από το γυμνάσιο, μπορεί κι απ το δημοτικό. Αδέλφια. Θα χωριστούν. Το ξέρουν. Όταν είναι μαζί όμως ο κόσμος τους ανήκει. Ο σκατοκόσμος που τους φτιάξαμε είναι πια δικός τους. Φοβούνται, αλλά θέλουν να ζήσουν. Πρέπει πια και να διεκδικήσουν.
Ιούνης
Καλό μας μήνα.

1 Μαρ 2020

Αυτοί που αλλοιώνουν τον πολιτισμό μας


Επεισόδια στο λιμάνι της Θερμής

Είμαι οργισμένος. Δεν είμαι θυμωμένος, είμαι σίγουρα κάτι παραπάνω. Κάτι που με κάνει να θέλω να κλάψω. Κάτι που με κάνει να θέλω να δράσω. Όχι πολιτικά, όχι συλλογικά, όχι με κοινωνικά πρέπει και δεν πρέπει, αλλά με λύσσα. Με «αποτελεσματική προτροπή», με τρόπο που ο εισαγγελέας θα ξεράσει και ο διασώστης θα γυρίσει με αναγούλα το κεφάλι. Με ανεξέλεγκτη οργή, με πάθος. Με τρόπους που θα προκαλέσουν πόνο. Πολύ πόνο. Και φόβο. Μέγα φόβο.


Κλείνω τα δακρυσμένα από ανήμπορη να ξεσπάσει οργή μάτια μου, και όπως τα παιδάκια φαντάζονται τους ήρωές τους σε άλλες διαστάσεις, βλέπω τον καρτουνίστικο εαυτό μου να αρπάζει αυτό το ελεεινό απολειφάδι ανθρώπου στη Μυτιλήνη που έσκουζε στην έγκυο της βάρκας:
"- Να μη γαμιόσνα σα τη σκύλα, να μην ήσουναγκαστρωμένη μωρή! Κουνέλες! Εμείς σε γαμήσαμε;»και να τον κάνω να κλαίει σα μωρό από τρόμο.

Στις καλές μου στιγμές θέλω να τον πετάξω μαζί με τη βρωμιάρα ρατσίστρια που έσκουζε δίπλα του, μέσα σε μια πόλη που βομβαρδίζεται, μόνους τους, χωρίς φίλους και συμμάχους. Αξιοθρήνητα σαρκία που ακόμα και η σπατάλη μιας σφαίρας θα είναι πολύ για να τα μετατρέψει σε κουφάρι. Εκεί, να ουρλιάζουν ψάχνοντας μάταια να κρυφτούν από το μοιραίο. Ψάχνοντας μάταια να βρουν σε τι έφταιξαν και τους θέλει νεκρούς ο άγνωστος εχθρός.

Στις κακές μου πάλι, τους θέλω σ ένα παράλληλο σύμπαν έρμαια της μάνας που προσπαθεί να γλυτώσει το παιδί της. Της σκύλας που εχθρός πλησιάζει τη φωλιά με τα κουτάβια, της λέαινας που στραβοκοίταξε κάποιος το λιονταράκι της. Της εγκύου που σε όλο το ζωικό βασίλειο χαίρει προστασίας αλλά και φόβου.  Τους θέλω όχι στη βάρκα των ψυχών που ψάχνουν φιλόξενη γη, μα σε στρατόπεδο ομοϊδεατών τους ναζιστών ή ισλαμοφασιστών που σκότωναν χωρίς φειδώ εγκύους. Να δουν τι σημαίνει το «στ’ αρχίδια μας κι αν είσαι έγκυος, εμείς σε πηδήξαμε»; Όταν θα τους πηδάνε σε σειρά πριν τελειώσουν τη μίζερη ζωή τους ως πειραματόζωα.

Ελεεινοί υπάνθρωποι που μοιραζόμαστε την ίδια χώρα, την ίδια γλώσσα, ίσως την ίδια θρησκεία, μα τίποτα κοινό δεν έχουν με εμένα παρά μόνον την όψη τους. Ελεεινά ανθρωπάρια που αλλοιώνουν τον πολιτισμό μας. Ξεφτιλισμένοι φασίστες, τιποτένιοι ρατσιστές που βγήκαν στον αφρό στις άσχημες μέρες που ζούμε.

Θέλω πολύ να τους προκαλέσω πόνο φριχτό στα σωθικά. Και να τους διώξω σε μια βάρκα σε μαύρα νερά, σε αφιλόξενη γη, σε βάλτους ίδιους με την ψυχή τους.

Δε μπορώ όμως. Πρώτα φυσικά, σωματικά. Κι δεύτερον γιατί όσο και να βράζει το είναι μου, το ξέρω, σαν κι αυτούς ποτέ δεν θα γίνω. Γιατί η ιστορία μου με έμαθε να αγκαλιάζω τον κατατρεγμένο. Γιατί τα βιβλία μου μου είπαν ότι αδύναμοι κάποτε είμασταν εμείς. Γιατί απλά δεν είμαι φασίστας. 

Γιατί αντίθετα μ αυτούς είμαι άνθρωπος γαμώτο, όσο κι αν κλείνω τα μάτια και με γλυκιά ηδονή σκέφτομαι πως απεμπολώ την ιδιότητα και γίνομαι των κόμικ ο πανίσχυρος τιμωρός.


19 Φεβ 2020

Νόμος είναι το δίκιο του σακάτη!


Έπρεπε να πάω σήμερα το πρωί στην ανακρίτρια του πταισματοδικείου -καράκεντρο της Αθήνας- για να καταθέσω για μια υπόθεση.
Παίρνω χθες φίλη δικηγόρο:
- «πού θα παρκάρω;» της λέω
-«πουθενά», μου λέει. «Πήγαινε με ΤΑΧΙ».
- Τι λες μαρή, και μετά τι θα κάνω από κει που θα με αφήσει ο ταρίφας και το κυριότερο, πώς θα φύγω μετά; Δεν υπάρχουν θέσεις για ΑμεΑ στο σούπερ ντούπερ δικαστικό κτήριο το οποίο χτίζουμε από τότε που ο μακαρίτης ο Γιαννόπουλος δεν χρειαζότανε βιάγκρα;
Γέλωτας βραχνός από την άλλη άκρη του ακουστικού και: «καλά, άσε τις μαλακίες και πήγαινε με ταξί».

Προφανώς και δεν την άκουσα, οπότε την σήμερον σηκώθηκα, πλύθηκα ξουρίστικα, έβαλα τα σέα μου, πήρα το smartάκι και την κυρά για να βοηθήσει αν μετρήσω τίποτα δόντια σε κανα σκαλί (πέφτω συχνά τελευταία) και βγήκαμε στον πηγαιμό για την Λουκάρεως.
Είχα παραμυθιάσει την Κατερίνα ότι πρώτον τέτοια ώρα δεν έχει κίνηση και δεύτερον θα μας πάρει ένα εικοσάλεπτο στην ανακρίτρια, οπότε τα λοιπά ραντεβού της θα τα έβγαζε με σχετική ασφάλεια.

Μας πήρε περι τα 50 λεπτά χωρίς καφέ να φτάσουμε, οπότε ήδη η Πατέλη με κοίταζε εχθρικά. Γύρω από το δικαστικό μέγαρο κόλαση! Κόσμος να ουρλιάζει στα κινητά, δικηγορίνες -όλες σε αμπαλάζ Θεσσαλονικιάς- να παλεύουν να ισορροπήσουν σε 10ποντα κρατώντας 20 φακέλους, σινιέ τσάντα και καφέ σε χάρτινο. Οι ασφαλίτες του Μπακογιάννη (τεκνάκι τον βρήκε η Πατέλη) να κόβουν την κίνηση για να τον βγάλουν απ το αυτοκίνητο. Ταξιτζήδες παντού να κορνάρουν, μηχανάκια να περνάνε από πάνω σου, πεζοί να σκουντάνε λες και είναι αμυντικοί σε αγώνα ράγκμπι. Μακελειό! Και μέσα εκεί εγώ γαλήνιος να ψάχνω κάποιον να ρωτήσω πού διάολο έχει θέσεις αναπηρικές ν αφήσω το σμαρτάκι.
Φευ! Είχε δίκιο η Ευού (η επιστήμων φίλη καλέ, η δικηγόρα) δεν έχουν προβλεφθεί θέσεις ΑμεΑ στο Μέγαρο. Τι δουλειά έχουν οι ανάπηροι έξω από το σπίτι τους;
Ψάχνω να βρω ένστολο να ρωτήσω, τίποτα. Ρωτάω ταρίφα, τίποτα. Η Πατέλη έτοιμη να με δείρει και μου κορνάρουν από την Κηφισιά και κάτω όλα τα αυτοκίνητα του λεκανοπεδίου.
Τζιπούρα Άουντι παρκάρει χαρούμενα κι ανέμελα πίσω από το υπηρεσιακό του Δημάρχου της καρδιάς μας (της καρδιάς Της Σία βασικά – της Κοσιώνη όχι της άλλης των φονιάδων των λαών), παραπίσω έχει μοναχικό κάδο σκουπιδιών, μικρό κενό και μια σειρά παρκαρισμένα πιθανότατα παρανόμως αλλά σχετική ταμπέλα δεν είδα. Αποφάσισα λοιπόν να βάλω το όχημα που είχε αρχίσει να μυρίζει καμένο μέταλλο να κάνει παρέα με τον κάδο απορριμμάτων κάτι που του ταιριάζει πολύ.
Το κλειδώνω όλος κουτσή τσαχπινιά και βαδίζω το δρόμο προς το κτήριο του πλημμελειοδικείου. Κάπου εδώ να πούμε ότι αν δεν είχα κάποιον μαζί μου θα ήταν επιεικώς αδύνατον να τα καταφέρω μόνος μου στην Αθήνα του 2020 σε καινούριο δημόσιο κτήριο…

Τελειώνουμε με την ανακρίτρια σε μόλις μιάμιση ώρα συνάντησης (από τα 20 λεπτά που είχα υποσχεθεί στην Κατερίνα) και παίρνουμε τον ανήφορο της επιστροφής, ενώ παράλληλα κοιτάω να μην βρει δικηγόρο διαζυγίων με χαρτιά έτοιμα για χωρισμό.
Βγαίνω κάθιδρος ξανά στην στην Λουκάρεως.
Ο Δήμαρχος έχει φύγει, η τζιπούρα αριστερά της εισόδου είναι στη θέση της με τον οδηγό να τρώει σάντουιτς, να πίνει καφέ, να καπνίζει και να μιλάει στο χαντσφρί ταυτόχρονα, προφανώς περιμένοντας κάποιον. Όλη η γραμμή πίσω του μέχρι τον Άρειο πάγο γεμάτη με ταξί που περιμένουν πελάτη και από μέσα παρκαρισμένα ΙΧ,  τα μισά εκ των οποίων -μαζί και το smart- στολισμένα με ροζ χαρτάκια στο παρμπριζ.

Χριστοί και Παναγίτσες, 10 δραχμές οι εικονίτσες…

Ρίχνω τα δέοντα καντήλια και θέλω να σκάσω μπαστουνιά στον πρώτο ταρίφα-χαφιέ θα πει μαλακία για τη θέση που πάρκαρα. Μέχρι εδώ «καλά». Πληρώσαμε κάτι παραπάνω, αλλά έπρεπε να καταλάβω ότι κάποιο λάκο θα είχε η φάβα της θέσης σ εκείνο το σημείο.

Αφού οι ταξιτζήδες έκαναν φανερά απρόθυμα μανούβρες για να περάσω ανάμεσά τους κούτσα κούτσα και να πάω στο smartάκι, διαπιστώνω ότι μαλακοπίτουρας μπατσάκος χωρίς δράμι μυαλού μου έχει πάρει τις πινακίδες παρά το σήμα ΑμεΑ που έχω αναρτημένο πρώτη μούρη.

Γίνομαι ολίγον τρελός και θέλω να βρω μπάτσο να τον μολοτοφιάσω σαν 16χρονο που του σκότωσαν το φίλο. Ρε μπαστουνόβλαχε κοπρίτη, το να μου πάρεις τις πινακίδες εμένα είναι σα να μου παίρνεις το αμαξίδιο βλάκα. Δεν το έχω για να κάνω βόλτες το smart (καλά, και γι αυτό το έχω αλλά δεν είναι του παρόντος), είναι το εργαλείο για να μπορώ να βρω από το σπίτι μου, καθώς οι συγκοινωνίες είναι απολύτως εχθρικές προς τον πολιτη, πόσο μάλλον προς τον ανάπηρο.
Μπάτσος εκει γύρω ούτε για δείγμα. Λογικό. Τι να κάνουν οι αστυνομικοί σε ένα μέρος που συνωστίζονται εκατοντάδες πολίτες; Μάλλον κάποιος ταρίφας ή κάποιος από αυτούς που έχουν τα γύρω πάρκινγκ κάλεσε την τροχαία και αυτοί ήρθαν, είδαν, νίκησαν και ως άλλοι Καίσαρες έφυγαν με τρόπαιο τις πινακίδες μου.

Παρένθεση:
Για να μην μπερδευόμαστε ξαναλέω: Δεν έχω πρόβλημα με την κλήση (αν και δεν υπήρχε ΠΟΥΘΕΝΑ πρόβλεψη για πάρκινγκ ΑμεΑ και πραγματικά και τώρα ακόμα δεν βλέπω πού αλλού θα μπορούσα να το παρκάρω και να μπορώ να έχω πρόσβαση στο κτήριο). Το αυτοκίνητο όμως δεν ενοχλούσε πουθενά και κανέναν χωμένο δίπλα στον κάδο και χωρίς πινακίδες δεν μπορώ παρά να κάθομαι σπίτι μου.
Κλείνει η παρένθεση. 

Μέσα στο νεύρο, τον ιδρώτα, χωρίς καφέ ακόμα, κουρασμένος, μπαϊλντισμένος και με το νου μου στην Κατερίνα που θέλει να μου σπάσει το κεφάλι γιατί την περιμένουν τα πελατάκια και οι μακέτες της, φεύγω με αναστροφή και παρέα 13.182 μούντζες των παραβρισκόμενων προς την Αλεξάνδρας.

Λουκάρεως 14 εως Αλεξάνδρας γωνία περί τα 8 λεπτά και ένα τηλέφωνο στον αγαπημένο ξάδελφο – μπάτσο που του εξηγώ τι έγινε και ρωτώ τι πρέπει να κάνω.
Βρίζει το μαλάκα το νέοπα που μου πήρε τις πινακίδες και μου λέει να πάω στη υποδιεύθυνση τροχαίας στη Δηλιγιάννη, στον αξιωματικό που είναι εκεί γι αυτή τη δουλειά και θα μου τις δώσουν, «δε μπορεί»…

Λουκάρεως – Δηλιγιάννη 3,6 χλμ σύμφωνα με τον γούγλη = 55 λεπτά με τα μυαλά στα κάγκελα. Ευτυχώς τρία λεπτά πριν τον άγριο ξυλοδαρμό μου από την αγαπημένη μου σύζυγο και μητέρα των παιδιών μου, σταμάτησα για ανεφοδιασμό ήτοι: μισό ταψί τυρόπιτες, νεράκι και καφέ και γλυτώσαμε τα χειρότερα.

Φτάνουμε τυλιγμένοι σε τρίματα σφολιάτας στην υποδιεύθυνση τροχαίας πρωτευούσης, όπου δασκαλεμένος από τον ξάδελφο-ασφαλίτη παρκάρω το σμάρτ πάνω στη σκοπιά και λέω στον αιφνιδιασμένο αστυφύλακα ότι «θέλω τις πινακίδες μου». 

Το παλικαράκι είναι ευγενέστατο και  μας στέλνει σε έναν κυριούλη δίπλα στο ισόγειο που μας έχει γραμμένους στους γενετικούς του αδένες για κανα 10λεπτο,
μέχρι που η Πατέλη θυμάται τι έχει τραβήξει σήμερα, κοκκινίζει, αρχίζει και του ουρλιάζει, του λέει διάφορες πληροφορίες για την διανοητική του κατάσταση που πιθανότατα ο ίδιος δεν γνώριζε, μέχρι που ήρθε η μισή δύναμη τροχαίας που είχε υπηρεσία στο ισόγειο, μας πρόσφεραν καρέκλες, νερό, φοντανάκια και συμπάθεια, αλλά μας είπαν ότι πρέπει να πάμε στον 1ο όροφο στο γραφείο 4 για να κάνουμε ένσταση και να μας δοθούν οι πινακίδες αφού βεβαίως πληρώσουμε το πρόστιμο.

Ασανσέρ υπήρχε, οπότε ανεβήκαμε στον 1ο και ανακαλύψαμε ξανά ότι είμαστε σε μια χώρα βαθιά χωμένη κάπου στην Αφρική.

Σπασμένα γραφεία και καρέκλες. Έντυπα χιλιάδες πεταμένα εδώ κι εκεί. Ντάνες με εφημερίδες και περιοδικά. Μπίχλα. Βρωμιά. Σκόνη σε μασούρια. Λίγδα στους τοίχους και τα πατώματα, μυρωδιά νικοτίνης. Και κόσμος! Πολύς κόσμος σε τριάδες σε έναν μεγάλο σκοτεινό διάδρομο που περίμεναν όρθιοι τη σειρά τους να μπουν στο υπασπιστήριό του διοικητή για να κάνουν ένσταση!
Μιλάμε για χιλιάδες εργατοώρες χαμένες παράλογα τόσο για τους πολίτες όσο και για τη στρατιά των αστυνομικών που ασχολούνται με αυτό και μόνον.
Ακολουθώντας τις οδηγίες των αξιωματικών του ισογείου και ξεπερνώντας τις όποιες ενοχές κοιτώντας το βρώμικο πάτωμα, προσπέρασα όλη την ουρά -που λογικά θα είναι εκεί μέχρι το Σάββατο του Λαζάρου- και μπούκαρα στο υπασπιστήριο.

Στο γραφείο, αμέσως δεξιά μπαίνοντας, μουγκός μυστακοφόρος με τρεις σαρδέλες επιλοχία και ένα βουνό χαρτιά μπροστά του. Έτος γωνιάς: 1978. Λογικά κάπου θα είχε αναρτημένη τη φωτογραφία του Βασιλέα και της φαμίλιας αλλά είχα τα θέματά μου και δεν το πρόσεξα.

Μπροστά μου γραφείο σινιέ, αντικειμενικά όμορφης πρασινομάτας με σήμα «τυροπιτάκια» που λέγαμε στο στρατό, δεν ξέρω πώς μεταφράζεται στα μπατσικά.
Θρονιάζομαι στ’ αριστερά της  με βογκητό ουχί πόθου μα κούρασης, κάτι το οποίο δεν ξέρω αν κατάλαβε γιατί με κοίταξε κατ ευθείαν με βλέμμα παγωμένο.
-          «Γειά σας, ήρθα για τις πινακίδες» της λέω για να περάσω κατ ευθείαν στην επίθεση.
-          Ποιες πινακίδες; Μου λέει με απορία
-          Τις δικές μου της λέω με χαμόγελο.
Όσοι με γνωρίζουν ξέρουν ότι μπορώ να παίξω αυτό το παιχνίδι μέχρι ο «αντίπαλος» να ασπαστεί τη τζιχάντ "φι σαμπίλ Αλλά[χ]" ή να μου φυτρώσει κανα κλαδευτήρι ανάμεσα στα δόντια. Συνέχισα λοιπόν να της χαμογελάω χωρίς να μιλάω, ενώ η ίδια με κοιτούσε και προσπαθούσε να καταλάβει αν τη δουλεύω ή αν έμπλεξε με τρελό. Τελικά ήταν τζακ πότ.
-Θέλετε να κάνετε ένσταση, μου λέει χωρίς να ρωτάει.
-όχι της λέω, τις πινακίδες μου θέλω!
-Μα δεν έχετε κάνει ένσταση, μου λέει. Ή έχετε κάνει;
-Ακούστε. Μου πήραν τις πινακίδες… (της λέω πού και πώς) και τις χρειάζομαι.
-Άρα, μου λέει, θέλετε να κάνετε ένσταση.
-Άντε πάλι. Όχι λέμε, τις πινακίδες μου θέλω!

Αποφασίζει να μπει στην κουβέντα και η Κατερίνα η οποία έβλεπε ότι θα κατέληγα φυλακή και εξηγεί στη νεαρά και άπειρη αστυνομικό τα γεγονότα,
ενώ εγώ παρακολουθώ με το ίδιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη και θέλω να σας μεταφέρω τις σκέψεις μου, πλην όμως σκέφτομαι τις «ανεξάρτητες αρχές», το κίνημα «me too”, και όλες τις στερημένες που θα μου την πέσουν για το πώς έβλεπα μια σκληρά εργαζόμενη κοπέλα. Άσε που το κείμενο θα το διαβάσει και η σύζυγος και έχω έννομο συμφέρον να μην τη θέλω χήρα.

Πίσω στο γραφείο, η εκπάγλου καλλονής γραφειοκράτης δε νοούσε να καταλάβει το θράσος μας να ζητάμε πίσω τις πινακίδες που μόλις μας αφαίρεσαν και εμείς δε νοούσαμε να καταλάβουμε το πόσο στόκοι μπορούν να γίνουν οι ένστολοι και αν γεννιούνται έτσι ή εκεί καταλήγουν με τα πολλά.
Βλέποντας τα λεπτά να περνούν χωρίς αποτέλεσμα και μετρώντας τις κατάρες από όσους άφησα να περιμένουν στην ουρά, της λέω ότι επειδή δεν βλέπω να μπορεί η ίδια να λύσει το πρόβλημά μου, θέλω να δω τον διοικητή. Εκεί εξεμάνη και μου τόνισε ότι ο διοικητής έχει φτιάξει αυτή την υπηρεσία για να μην βλέπει ο ίδιος την πλέμπα (χωρίς το πλέμπα). Της απάντησα ότι αν οι διοικητές ήταν ικανοί θα έλυναν τα προβλήματα, δεν θα έφτιαχναν καινούρια με γραφειοκρατικές υπηρεσίες συναλλαγής και κάπου εκεί νομίζω ότι τελείωσε η πολιτισμένη μας κουβέντα.
Τη ρώτησα πόσα κιλά μαλάκας (χωρίς το μαλάκας) είναι ο μπάτσος που παίρνει τις πινακίδες από ένα αυτοκίνητο ΑμεΑ που δεν ενοχλεί κανέναν, πόσο στόκος (με το στόκος) μπορεί να είναι αυτός που δεν του έχει μάθει ότι σκοπός είναι να βοηθάμε όχι να δυσκολεύουμε τον πολίτη… Πόσοι της Τροχαίας χρειάζονται για να βιδώσουν μια λάμπα (αυτό δεν το είπα αν και ήθελα) και γιατί ένας γαμιόλης δεν βρέθηκε να βάλει θέσεις για ΑμεΑ σε χώρο που επισκέπτονται καθημερινά εκατοντάδες πολίτες.

Διαφωνήσαμε για την πιστή ή όχι εφαρμογή του νόμου καθώς η νεαρά υπαξ. ήταν στρατηγικά υπέρ του dura lex, sed lex (το οποίο ρητό, παρά το ότι το γυροφέρνει ουδεμία σχέση έχει με το σεξ) ενώ εγώ επέμενα τονίζοντας ότι δεν χρειάζεται και πολύ μυαλό για κρίνεις τη διαφορά και να πράξεις  ανάλογα και πώς αν οι δημοτικοί μπάτσοι μπορούν έστω και με δυσκολία και το καταφέρνουν, τότε θα μπορούσε ακόμα και ένας που υπηρετεί στην Τροχαία.

Δυστυχώς δεν κατάλαβε το «λεπτό» μου χιούμορ και συνεχίσαμε;
-Πώς θα πάω εγώ αγαπητή μου στην ανακρίτρια η οποία με απειλεί με φυλάκιση και πρόστιμο αν δεν εμφανιστώ; Βάλε μου ένα γαμημένο πάρκινγκ, βοήθαμε αντί να με τιμωρείς.

Με διακόπτει τσαντισμένη για να μου πει πως ξεχνώ το γεγονός ότι έχω διαπράξει παράβαση και της λέω «όπα», θέλοντας να το βουλώσει για να συνεχίσω πάνω σ αυτό. Με το «όπα» της γυρνάει το όμορφο πράσινο ματάκι και βγαίνει η σκύλα μέσα της όπως η μεγάλη των μπάτσων σχολή την έχει διδάξει: Σηκώνει το φρύδι (το ένα) και μου λέει ψαρωτικά «’οπα, τι όπα…»
Βρήκε παιδάκι τώρα να ψαρώσειQ
 «όπα νιναναη γιαβρουμ νιναναη ναηνα..» 
«όπα είπα λέω», 
Τι όπα; Σας πείραξε το όπα; Εχει τίποτα το όπα; Πάθατε κάτι με το όπα;" 
Κάθε πρόταση και λίγο πιο δυνατά.

Τραβάει μεταβολή 360 μοίρες που θα έλεγε και ο τέως πρωθυπουργός και λέει «όχι δεν έχω τίποτα με το όπα, αλλά έχετε κάνει παράβαση."
-Την οποία αποδέχομαι και θέλω να την πληρώσω εδώ και τώρα για να πάρω τις πινακίδες μου.

Ψύχραιμη πια που η μπάλα ξανάρθε στο γήπεδό της μου αναφέρει όλο το γραφειοκρατικό ποίημα τύπου: ‘Όταν μας φέρετε την φωτοτυπία άδειας κυκλοφορίας, διπλώματος, σήμα ΑμεΑ, χαρτί από τα ΚΕΠΑ για πιστοποίηση αναπηρίας, πληρωμένο παράβολο της κλήσης, τελευταίες εξετάσεις αίματος (αυτό δεν το είπε) και αντίγραφο του τραπεζικού σας λογαριασμού (ούτε αυτό), τότε  Θ Α  Δ ΟΥ Μ Ε αν μπορούμε να σας δώσουμε πίσω τις πινακίδες.

Προφανώς είχε κερδίσει κατά κράτος (κράτος αφού) και επειδή αν συνέχιζα όπως ήθελα θα με έβρισκε στη μπουζού η αποφοίτηση της 12χρονης Αθηνάς από το Πανεπιστήμιο, την ευχαρίστησα με το ίδιο ηλίθιο χαμόγελο με το οποίο με είχε γνωρίσει, σήκωσα το σαρκίο μου από την καρέκλα, έκανα σήμα στην Πατέλη να μην τη δαγκώσει στο λαιμό όπως καταλάβαινα ότι ήταν έτοιμη να κάνει και αποχώρησα από το γραφείο της όπως ο Τσίπρας μετά την 17ωρη διαπραγμάτευση του 2015.

Προφανώς θα κινούμαι χωρίς πινακίδες μέχρι να βρω το κουράγιο να ξαναπεράσω όλη αυτή τη θλιβερή και μίζερη διαδικασία, ή να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου (δεν θυμάμαι πόσες ημέρες γράφει η κλήση) για να τις πάρω πίσω από τον γνωστό κύριο του ισογείου που σας περιέγραψα παραπάνω.
Για να μην το ξεχάσω επίσης: Δεν γίνεται να τις παραλάβει άλλος παρά μόνο με εξουσιοδότηση με γνήσιο υπογραφής! Ερώτηση: Πώς θα πάω μέχρι εκεί για να τις παραλάβω; Απάντηση: Στα παπάρια μας!

Μέχρι τότε, πωλείται smartάκι σε άριστη κατάσταση (τύπου καταφέρνει και τσουλάει) χωρίς πινακίδες. Ο αγοραστής θα τις παραλάβει από τη Δηλιγιάννη με την νέα του άδεια κυκλοφορίας. Εγώ εκεί δεν ξαναπατάω!

23 Σεπ 2018

"Ναι, αλλά επί Χίτλερ είχαμε ασφάλεια"...



Πέσαμε πάλι από τα σύννεφα με την δολοφονία του άρρωστου φτωχοδιάβολου που μέσα στη θολούρα του πήγε να ληστέψει ένα κοσμηματοπωλείο μέρα μεσημέρι στην Ομόνοια και αηδιάσαμε με τα απάνθρωπα σχόλια στα σόσιαλ μίντια που υπερθεμάτιζαν το λιντσάρισμα.
Αλήθεια αδέλφια; Νομίζετε ότι είναι τυχαίο; Ότι είναι η «κακιά στιγμή»; Ε, λοιπόν όχι, δεν είναι!

Από την κοινωνική νομιμοποίηση στην εισαγωγή της βίας ως μέσω πολιτικής αντιπαράθεσης την εποχή των «αγανακτισμένων», μέχρι την εν ψυχρώ δολοφονία του Φύσσα ο δολοφόνος του οποίου κοιμάται ακόμα σπίτι του, ή την επιβράβευση με υπουργική καρέκλα των πλέον λούμπεν στοιχείων των κομμάτων, όλα οδηγούν στην ισοπέδωση των πιο απλών κοινωνικών και πολιτικών αξιών. Κάτι που φαίνεται στην πλήρη διάλυση του κοινωνικού ιστού, το κλείσιμο του καθενός στο καβούκι του, την άρνηση να δούμε και να διορθώσουμε τα λάθη μας, τη δαιμονοποίηση της Ευρώπης, το φούντωμα του Εθνικισμού, την  υποτέλεια ακόμα και της υποτιθέμενης αριστεράς στα ράσα, την επικίνδυνη συντηρητικοποίηση ολόκληρης της κοινωνίας και την οπισθοχώρηση σε θέση άμυνας και φόβου για το μέλλον.
Από το «λιντσάρετε τον Πάχτα» του Καμμένου και τις αντισυγκεντρώσεις του Συριζα το ‘10-’11, ως την πλήρη ανομία στα ΑΕΙ, το χάλι του Μορέα, το άβατο στο Πεδίο του Άρεως, αλλά και τον… φόβο γιατί παίρνει νόμιμη άδεια ο Κουφοντίνας ή την προτροπή ουσιαστικά της αξιωματικής αντιπολίτευσης στους ειδικούς φρουρούς να γαζώσουν με το αυτόματο το Ρουβικώνα(!), τους εσκομπάρ που διοικούν ομάδες, δήμους και σε λίγο χώρες, ή τους υπουργούς που τα βάζουν δημοσίως με τη «διαύγεια» γιατί τους εμποδίζει να κάνουν λαμογιές, όλα δείχνουν ότι το παιχνίδι έχει χαθεί. Με πρώτο το πολιτικό προσωπικό -πανθομολογουμένος το χειρότερο της μεταπολίτευσης-  ο καθένας μπορεί να κάνει ότι γουστάρει χωρίς τιμωρία, χωρίς κόστος. Και το κάνει. Ο νόμος του δυνατού, ο νόμος της ζούγκλας, ο νόμος του όχλου, το χαλί για να περπατήσει περήφανα ο φασισμός.
Όλα αυτά δεν είναι μόνο φιλοσοφίες μιας παρέας γύρω από ένα μπουκάλι ρακί, αποτυπώνονται δυστυχώς και στα ψιλά γράμματα των δημοσκοπήσεων με τα οποία κανείς δεν ασχολείται.
Ας δεχτούμε ως έγκυρο το τελευταίο γκάλοπ της metron analysis, ας ξεχάσουμε «καταλληλότητες» και πρωτιές και ας αφήσουμε απλά να μιλήσουν οι αριθμοί:
Στην εκτίμηση ψήφου, η ΝΔ προηγείται με 39,6%, έναντι 25,2% του ΣΥΡΙΖΑ και ακολουθούν: Κίνημα Αλλαγής (8,1%), ΚΚΕ (6,7%), Χρυσή Αυγή (6%), Ενωση Κεντρώων (3,2%), Το Ποτάμι (2,3%), Λαϊκή Ενότητα (1,6%), Πλεύση Ελευθερίας (1,6%), ΛΑΟΣ (1,4%), Ελληνική Λύση (1,4%) και ΑΝΕΛ (1,3%).
Αρθροίζω:
Χρυσαύγουλα 6
Λάος     1,4
Βελόπουλος  1,4
ΑΝΕΛ    1,3
Πάνω από 10% ένα συνονθύλευμα από ναζί, καθαρά φασισταριά, ψεκασμένους και «αγνούς» ακροδεξιούς. Αν βάλουμε στη σούμα τα λιμά των πλεύρηδων, τις διασπάσεις των εθνικιστών, τους αδώνηδες, τους βορίδηδες, τους -πολλούς- «νοικοκυραίους» που τρέμουν κάθε τι διαφορετικό, τους λοβοτομημένους τηλεθεατές των «δελτίων ειδήσεων», τον κάθε «έντιμο κυρ -Παντελή», τότε κοιτάξτε γύρω σας και δείτε πόσο λίγοι είμαστε και αναλογιστείτε τη στιγμή που θα πέσει στο τραπέζι το επιχείρημα "Ναι, αλλά επί Χίτλερ είχαμε ασφάλεια"...

Λυπάμαι μόνο τα παιδάκια μου σ αυτή τη σκατοχώρα.

10 Οκτ 2017

Η Γεωργία



Πριν πω την ιστορία, να «αυτοπροσδιοριστώ» για όσους δε με γνωρίζουν καλά ως μάλλον συντηρητικός στα θέματα φύλου, πιθανόν κρυπτο-ομοφοβικός (δεν έχω πάει σε ψυχολόγο να μου το διαγνώσει) και σίγουρα ο τελευταίος που μπορεί να λειτουργήσει άνετα σε «πολίτικαλ κορέκτ» περιβάλλον. Μου αρέσουν δηλαδή οι ταμπέλες και από τις αγαπημένες μου βρισιές είναι το «βρoμόπουστας», μάλλον γιατί μου είναι εύηχο παρά γι αυτό που εννοεί (αν εννοεί κάτι).
Παράλληλα όμως, στις παρέες μου υπάρχουν ένα κάρο γκέι, ενώ έναν απ αυτούς τον Κώστα, έχω την τιμή να τον θεωρώ φίλο μου και να δηλώνω ότι είναι μακράν από τα πιο ευφυή και ετοιμόλογα άτομα που γνωρίζω. Παιδική μου φίλη δε, πέρασε μερικά χρόνια αγκαλιά με την καλή της πριν την αφήσει για τον νυν σύζυγό της. Γούστο τους και καπέλο τους. Γιατί είναι όλοι αυτοί «χειρότεροι» από αγαπημένη συνάδελφο η οποία δηλώνει ότι… «πλήττει» με το στοματικό ή με κολλητό που δεν δίνει καμιά σημασία στο γυναικείο στήθος;
Όσο το θέμα μένει στις κρεβατοκάμαρες και το σεξ, ουδείς μπορεί να έχει λόγο, πλην των όσων εμπλέκονται στην πράξη και του όποιου χαβαλέ επιτάσσουν οι συναναστροφές. Το πράγμα σαφώς αλλάζει και σοβαρεύει όταν στο κάδρο μπουν ανήλικοι ή μιλήσουμε για τα πραγματικά προβλήματα που βιώνει οποιοσδήποτε «διαφορετικός» στην έξτρα συντηρητική κοινωνία μας. Όποιος παρακολούθησε την συζήτηση στη βουλή για το σχετικό σ/ν, τα πάνελ στα κανάλια και διάβασε τους τίτλους των εφημερίδων, site κτλ χωρίς να είναι βαφτισιμιός του Αμβρόσιου ή παπαδοπαίδι (με την καλή έννοια) του Σεραφείμ, μπορεί να καταλάβει τι εννοώ.
Δεν θέλω να μπω στη διαδικασία να συζητήσω την ελεεινή στάση των κομμάτων, τα οποία για μια ακόμα φορά έβαλαν πάνω από ένα ανθρώπινο πρόβλημα την μικροκομματική σκοπιμότητα, τους γλύφτες βουλευτές που κρύφτηκαν κάτω από τα άμφια, τον Ε.Τ. του Κούλη, τον Παπαφλέσσα του ανισόρροπου, τη στάση του ΚΚΕ (σιγά την έκπληξη), τα «παρών» των σοσιαλδημοκρατών από τα Λίντλ και τον Τσίπρα που πάλι στήριξε τον ακροδεξιό του εταίρο. Δεν με νοιάζει όλος αυτός ο συρφετός.
Θέλω απλά να σας μιλήσω για την Γεωργία.
Η Γεωργία ήταν πέρυσι το ίνδαλμα της μικρής μου κόρης. Γύριζε από το σχολείο το μεσημέρι και άρχιζε: Η Γεωργία έκανε αυτό, είπε το άλλο, έπαιξε μαζί μας, η Γεωργία χτύπησε, η Γεωργία αρρώστησε κοκ. Ρώτησα τη σύζυγο που κατέχει τα του δημοτικού και μου είπε ότι η εν λόγο είναι ένα καταπληκτικό παιδί της έκτης τάξης (Τρίτη πέρυσι η δικιά μου) και με τον αδελφό της είναι καψούρα η μικρή μας. Στο τελευταίο σχόλιο πίστεψα ότι οφείλεται η εμμονή, μέχρι που τη συνάντησα.
Ήταν η πρώτη γιορτή που έκανε το δημοτικό. Η Αθηνά έσπευσε να μου τη γνωρίσει. Επρόκειτο για ένα παιδί πανέμορφο, ψηλό, «ροκάκι», με πανέξυπνο βλέμμα και γλυκύτατο πρόσωπο, το οποίο παρακολουθούσα να βοηθάει όλα τα πιτσιρίκια στο ρόλο τους, να είναι ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός της έκτης-άρα και του σχολείου και να έχει -προφανώς- τον κεντρικό ρόλο στην παράσταση, στο τέλος της οποίας έπαιξε στην ηλεκτρική κιθάρα ένα δικό της τραγούδι. Μου έφυγε κάθε απορία για το θαυμασμό που είχε στο πρόσωπό της η μικρή μου.
Έκτοτε σε πάρτυ και σχολικές γιορτές την παρατηρούσα. Η Γεωργία φορούσε πάντα ρούχα unisex, είχε πάντα τα μαλλιά της κομμένα κοντά, έπαιζε ποδόσφαιρο (όπως πολλά κοριτσάκια βέβαια) και οι φίλοι της ήταν σε συντριπτικό ποσοστό αγόρια. Στην ομάδα των παραδοσιακών χορών του σχολείου ήταν ντυμένη με την αντρική στολή και χόρεψε Μαλεβιζιώτη με άψογη Κρητική λεβεντιά.
Η Γεωργία ήταν ένα αγόρι σε γυναικείο σώμα. Το ήξερε τόσο καλά, ήταν τόσο συνειδητοποιημένη γι αυτό, που είχε «υποχρεώσει» όχι μόνο την πιο σκληρή και δίχως έλεος ομάδα της κοινωνίας, τα παιδιά, να την αποδεχτούν, μα είχε γίνει και αρχηγός τους. Κανείς δεν έλεγε τίποτα για την Γεωργία. Ούτε κουβέντα από τον συνήθη όχλο που κατασπαράζει κάθε τι διαφορετικό ή κάποιον που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Ένα ολόκληρο δημοτικό σχολείο και ούτε ένα «κουτσομπολιό», ούτε ένα σχόλιο για την «ιδιαιτερότητα» της Γεωργίας. Την είχαν αποδεχτεί όπως έπρεπε παιδιά, γονείς και δάσκαλοι.
Αυτό το παιδί των 12 ετών με τη βοήθεια των γονιών που το μεγάλωσαν έτσι ώστε να επιβάλει την προσωπικότητά του, δεν χρειάζεται να ενηλικιωθεί για να καταλάβει τι είναι. Δεν χρειάζεται να ψάξει το «λάθος», γιατί λάθος δεν υπάρχει πουθενά. Λάθος είναι μόνο η γραφειοκρατική τροχοπέδη, ο κοινωνικός συντηρητισμός και η φοβική κοινωνία που θα μπει κάποια στιγμή ανάμεσα σε αυτό το παιδί και τα θέλω του.
Η Γεωργία ξέρει ότι είναι Γιώργος. Ξέρει επίσης ότι αυτό ουδεμία σημασία πρέπει να έχει. Η Γεωργία είναι φέτος στο Γυμνάσιο και αν όλα πάνε καλά, στο Λύκειο μπορεί πια να πάει με άλλο όνομα. Λίγη σημασία θα έπρεπε να έχει για όλους μας, αντιστρόφως ανάλογη με τη σπουδαιότητα της ευχέρειας να το αποφασίσει.


22 Αυγ 2017

Σαν σήμερα δέκα χρόνια πίσω...

Στην άβυσσο
  
Άνοιξα τα μάτια. Όλα θολά. Τα ξαναέκλεισα και προσπάθησα να τα τρίψω. Τζίφος. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Τι όμως; Δεν ξέρω, το μόνο που ήθελα ήταν να ξανακοιμηθώ. Ή μήπως προσπαθούσα να ξυπνήσω; Κρύο. Κρύο και νύστα. Κάτι μου ρούφαγε την ενέργεια. Ή μήπως δεν υπήρχε καθόλου ενέργεια. Θολούρα. Πού είμαι; Τι είναι εδώ; Γιατί δεν ξεχωρίζω τίποτα; Πού είναι οι τοίχοι; Γιατί έχει τόσο κρύο; Μια κουβέρτα ρίξτε μου και αφήστε με να κοιμηθώ.
Ποιος είναι αυτός ο μαλάκας που φωνάζει από πάνω μου; Πόση ώρα έχει περάσει; Κοιμήθηκα πάλι; Κανείς δεν άνοιξε το καλοριφέρ. Κάνει κρύο…
-       - «Άνοιξε τα μάτια σου Γιάννη» φωνάζει η αντιπαθητική φωνή που με ξυπνάει.
-     - «Ανοιχτά τα έχω μαλάκα, δε βλέπεις;» του λέω, μα αυτός επιμένει και το ξαναλέει πάνω από δέκα φορές.
-        «Άι γαμήσου» απαντάω ξέπνοα και παραδίνομαι στην ήσυχη αγκαλιά της θολούρας του μυαλού μου.
Γιατί δε με αφήνουν ήσυχο; Ποιος είναι πάλι αυτός που με πασπατεύει; Γιατί δεν μπορώ να τον ακούσω; Τι στο διάολο γίνεται; Ονειρεύομαι; Είμαι ξύπνιος; Ούτε να ανησυχήσω δε μπορώ. Μιλάμε για τρελή κούραση. Όταν δε με ενοχλούν είναι τέλεια. Μπαίνω μέσα σ’ εκείνο το ζεστό κουκούλι όπου όλα είναι άσπρα, θολά και πάνω απ’ όλα ζεστά και αυτό σα να με τραβάει προς τα κάτω. Προς το κέντρο της γης. Γίνομαι χιλιάδες κιλά και μετά ένα πούπουλο με τα μόρια του κορμιού μου αποσυντίθεται, αυτονομούνται και απορροφούνται σε μια τεράστια δίνη. Σούπερ είναι εδώ. Ξεκούραστα. Και ήσυχα, πολύ ήσυχα.
Είναι σα να έχω βουτήξει στα βάθη της θάλασσας. Αρνητική βαρύτητα, μουσική αρμονία στην κίνηση των σωμάτων κατά πώς ορίζει το νερό,  θολά χρώματα με κυριαρχία του γαλάζιου και ήχοι που μόνο εδώ μπορείς να απαντήσεις. Η στολή χοντρή να προφυλάσσει από το κρύο και τα άκρα μουλιασμένα από το νερό και ντυμένα κι αυτά με νεοπρέν χάνουν την αίσθηση της αφής. Αν, δε, τα βάθη είναι μεγάλα και η μπουκάλα που σε συνδέει με τη ζωή δεν έχει μείγματα κατάλληλα, η μέθη παραμονεύει να σε μαγέψει και να σε κρατήσει κάτω, εκεί, στον παραμυθένιο κόσμο του βυθού. Στο χορό των φυκιών και τη μακαριότητα των κοχυλιών. Ζάλη στην αρχή, αποπροσανατολισμός και ένα αίσθημα ευφορίας όταν το άζωτο εισέλθει στο κεντρικό νευρικό σύστημα και μεταβάλλει την ηλεκτρική δραστηριότητα των μεμβρανών των νευρικών κυττάρων, με αποτέλεσμα να επιβραδύνει τη διάδοση των νευρικών σημάτων.
Μα δε θυμάμαι να βούτηξα. Για την ακρίβεια δε θυμάμαι τίποτα. Και δε βλέπω τίποτα. Και σίγουρα δεν ακούω τίποτα. Μα το πιο περίεργο είναι ότι δε νιώθω τίποτα. Ούτε τα άκρα μου, ούτε το σώμα μου. Δεν είμαι σίγουρος αν νιώθω καν το κεφάλι μου. Κουνάω δεξιά, αριστερά τα μάτια. Αυτό το μπορώ και το καταλαβαίνω. Δεν ξέρω όμως αν είναι ανοιχτά ή κλειστά!
Μια θάλασσα από λευκογκρίζα σούπα. Ούτε ο αέναος χορός των σωμάτων υπάρχει εδώ, ούτε τα απίστευτα χρώματα που ζωγραφίζουν στους μυημένους οι λιγοστές ακτίνες του ήλιου που πεισματικά κατεβαίνουν μέχρι το βυθό της θάλασσας. Μόνον η λύτρωση του σωματικού βάρους και μια τεράστια αβεβαιότητα.  Ο υπερυπολογιστής του μυαλού δεν παίρνει από πουθενά δεδομένα και προχωρά μάταια σε αλλεπάλληλα reboot.
Φευ, καμιά αίσθηση δε λειτουργεί. Καμιά δε συνεργάζεται με τον κεντρικό πυρήνα. Όραση, ακοή, όσφρηση, αφή, γεύση απλά δεν υπάρχουν. Πανικός. Νέα επανεκκίνηση, δοκιμή και τίποτα δεν άλλαξε. Νεκρά όλα, αρνούνται να μεταδώσουν πληροφορίες  στον εγκέφαλο. Check πάλι βάζοντας και τις λοιπές αισθήσεις: αίσθηση θερμότητας, αίσθηση ισορροπίας, αίσθηση πόνου, αίσθηση ιδιοδεκτικότητας.  Τίποτα…
Χαμένος μέσα σ΄ ένα παχύρευστο ζωμό. Ένας χυλός από το απόλυτο τίποτα με περιβάλλει. Να φοβηθώ; Δε μπορώ. Το μυαλό δουλεύει σε τρελούς ρυθμούς. Σχεδόν το ακούω, μέσα στην απόλυτη σιγαλιά, να προσπαθεί να βρεί αποδεκτή για το γνωστικό του επίπεδο απάντηση στο τι μας συμβαίνει. Αρχίζω και κουράζομαι. Άστο βρε πουλάκι μου, τι το ψάχνεις; Νυστάζω. Νυστάζω και άρχισα να κρυώνω πάλι. Αν με αφήσεις να κοιμηθώ όλα θα τελειώσουν. Το ξέρω, το αισθάνομαι. Ούτε φόβος, ούτε πανικός, ούτε απορίες, ούτε άλλες προσπάθειες να καταλάβουμε τι γίνεται.
Reboot
    
 -----------------------------------


 -        «Σφίξε το χέρι μου. Έτσι μπράβο, κούνα το πόδι σου. Μπράβο. Μπράβο…»
Σε ποιόν μιλάει αυτός; Ο ίδιος δεν είναι που ούρλιαζε πριν; Τι διάολο, γιατί δεν μπορώ να τον δώ; Πότε θα φύγει αυτή η λευκή θολούρα; Ρε μπας και τα έχω τινάξει τα πέταλα και… Και τι; Μου λέει ο Άγιος Πέτρος να κουνηθώ γιατί δημιούργησα τράφικ στην είσοδο του παραδείσου; Δεν παίζει γιατί δεν έχω καμιά δουλειά με τον παράδεισο. Στην κόλαση τότε; Και όλοι αυτοί που γράφανε για τέρατα, για ζέστη και καζάνια, για βάλτους αίματος, φλεγόμενη άμμο, κοχλάζουσα πίσσα και αιώνιο πύρ; Εδώ έχει κρύο και τα πάντα είναι φωτεινά. Θολά αλλά φωτεινά. Σα να με έχουν κλείσει μέσα σε ένα κουκούλι. Χαχα, πολλές ταινίες βλέπεις μεγάλε και σε χάλασε το Χόλιγουντ. Σιγά μη μεταμορφωθείς και σε πεταλούδα.
-        «Έλα, προσπάθησε λίγο, σφίξε το χέρι μου. Κούνα τα δάχτυλά σου. Άνοιξε τα μάτια σου.»
Σ’ εμένα πρέπει να μιλάει αυτός. Τι ηλίθια γλυκανάλατη φωνή.
-        «Μίλα κανονικά ρε μαλακομπούκωμα. Τι θέλεις;»
Έκλαμψη. Ξέρω ποια είναι αυτή η φωνή. Ξέρω πού είμαι!
-        «Γιατί δε βλέπω γιατρέ;»
-        «Κούνα τα δάχτυλά σου»
-        «Ναι, τα κουνάω, αλλά γιατί δε βλέπω;»
-        «’Ελα, μια προσπάθεια μόνο και μετά ξανακοιμάσαι. Τα δάχτυλά σου κούνα.»
-        «Τα κουνάω γιατρέ μου, θα μου πείς τώρα;»
-         «Γιάννη, σου μιλάω, με ακούς; Γιάννη… Γιάννη…»
Όχι ρε πούστη. Όχι. Δε μπορεί. Τι παίζει; Γιατί δε με ακούει; Γιατί δεν τον βλέπω; Γιατί δε νιώθω τίποτα; Γιατί επιμένει με τα δάχτυλα;
-        «Γ Ι Α Τ Ρ Ε Ε Ε Ε…»
 Πανικός. Αυτός είναι πανικός, όχι οι ψευτοκρίσεις που με έπιαναν τόσα χρόνια. Νομίζω ότι ανασαίνω σαν ατμομηχανή , η πίεση πρέπει να έχει φτάσει στο βαθύ κόκκινο. Τρέμω. Αλλά τώρα δεν είναι από το κρύο, είναι από το φόβο. Ωμός, ολοκάθαρος, αρχέγονος φόβος. Ο τρόμος του απόλυτου άγνωστου. Ναι, έτσι πρέπει να είναι η κόλαση. Γιατί τη μελέταγα πρίν; Να ΄τη τώρα μπροστά μου. Με υποδέχεται με όλα της τα κάλλη απλωμένα. Το στήθος μου θα σπάσει. Τουλάχιστον αισθάνομαι κάτι πιά. Δε φτάνει η ανάσα μου. Φοβάμαι. Ναι, φοβάμαι τρελά. Όσο δεν έχω ποτέ φοβηθεί ως τα τώρα. Το ξέρω γαμώτο, το ξέρω. Έγινε μαλακία στην επέμβαση, γι αυτό δεν μπορώ να νιώσω το σώμα μου. Γι αυτό είναι τόσο ανήσυχη η φωνή του Καμπέλη.
-        «Τη γαμήσαμε…» ψελίζω, μάλλον στον εαυτό μου παρά σε οποιονδήποτε άλλο και σταματάω να παλεύω...

-        «Τη γαμήσαμε…»


18 Σεπ 2016

Σώστε οτιδήποτε αν σώζεται

Γνωρίζουμε οτι εδώ και μια 20ετία το χειρότερο που έχει να επιδείξει ο κλάδος μας είναι οι λαδιάρηδες και οι συνδικαλιστές του. Πραγματικά, δεν ξέρω ποιοι έχουν κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά, αν και με ένα κανονικό πειθαρχικό οι συκοφάντες, οι εκβιαστές, τα payroll και τα κάθε είδους αποβράσματα της δημοσιογραφίας θα ήταν πιο μαζεμένοι και πιο… διαγραμμένοι!

Άρα, επανέρχομαι στους συνδικαλισταράδες μας οι οποίοι αφού κατέστρεψαν κάθε ψήγμα διαπραγματευτικής δύναμης που είχε ο κλάδος, αφού έκαναν την ΕΣΗΕΑ το αγαπημένο ανέκδοτο των εργοδοτών, αφού με τις μαλακίες τους απαξίωσαν την έννοια της απεργίας, κατάφεραν και να είναι τόσο σκοτωμένοι μεταξύ τους σε σημείο που αδυνατούν να συνεννοηθούν για το παραμικρό.  Ενώ ο κλάδος είναι διαλυμένος και δέχεται λυσσαλέες επιθέσεις από τη γάγγραινα των διαφημιστών, από πολιτικούς, κυβερνήσεις, κόμματα, οργανωμένα συμφέροντα, wannabe εκδότες και καναλάρχες και κάθε άλλη ύαινα που μύρισε το θάνατο, οι ίδιοι οι… «επιτελάρχες» του σωματείου επιδίδονται εδώ και μια 5ετία σε ένα ιδιότυπο εμφύλιο που έχει να κάνει μόνο με τους ίδιους, τις ιδεοληψίες τους, την κοπριά που κουβαλούν μέσα στο κεφάλι τους και το ποιος «κατουράει μακρύτερα».

Κατέστρεψαν την ΕΣΗΕΑ, δεν κατάφεραν στιγμή όχι να προλάβουν αλλά ούτε καν να καταλάβουν τις εξελίξεις και τώρα πια χάνουν και το μοναδικό πράγμα για το οποίο άξιζε να παλέψουμε, τον ΕΔΟΕΑΠ.

Μέχρι και το παιδάκι που μόλις έκατσε μπροστά σε υπολογιστή διαδικτυακής γαλέρας, γνωρίζει εδώ και 3-4 χρόνια ότι το αγγελιόσημο αποκλείεται να συνεχίσει να υπάρχει με τη μορφή που έχει. Τα δύο τελευταία χρόνια δε, αυτό είχε γίνει απολύτως σαφές σε όλους και από κάθε κυβερνητικό ή άλλο υπεύθυνο. Τι έκαναν γι αυτό οι συνδικαλισταράδες που ΕΜΕΙΣ ΕΚΛΕΞΑΜΕ; Τσακώθηκαν. Για την ακρίβεια, τσακώνονται συνέχεια. Ανταλλάσσουν απειλές, ενίοτε βρισιές, βγάζουν ανούσιες ηλίθιες ανακοινώσεις τις οποίες διαβάζουν μόνοι τους και φτιάχνονται. Όλοι τους για το «καλό του κλάδου». Του κλάδου που τον έχουν γραμμένο στα παλαιότερα των υποδημάτων τους και δεν τον έχει ενημερώσει κανείς για το τι ακριβώς συζητιέται πίσω από τις κλειστές πόρτες.

Το Σωματείο που έχει για μότο τη ρήση πως «η δημοσίευση είναι η ψυχή της δικαιοσύνης» αρνείται να δημοσιεύσει τις συζητήσεις για το μέλλον του πόρου για το Ταμείο μας και εν έτη 2016 μας εγκαλεί για μη συμμετοχή όταν ζητεί να παραβρεθούμε κάθε τόσο σε μια χαώδη συνέλευση σε κάποιο ξενοδοχείο για να δούμε τους ίδιους χαχόλους να τσακώνονται. Ποτέ δεν πέρασε όμως από το μυαλό τους για παράδειγμα, η δημιουργία μιας διαδικτυακής πλατφόρμας προτάσεων τύπου opengov.

Λοιπόν αγαπητοί μου ανύπαρκτοι, ανίδεοι και επικίνδυνοι ΕΚΛΕΓΜΕΝΟΙ συνδικάλες. Οδηγήσατε σε έναν πόλεμο αντί σε μια διαπραγμάτευση, διότι αρνηθήκατε να δείτε την πραγματικότητα. Καταφέρατε να τους βάλετε όλους απέναντι: πολιτικούς, φορείς, εργοδότες, κοινωνία, και να έχετε και στον κλάδο δύο εμφύλιους να μαίνονται. Έναν τον δικό σας «πολιτικό-ιδεολογικό» (!) και έναν με το να αρνείστε τη νέα πραγματικότητα του διαδικτύου.

Τώρα πια, πάνω στα καπνισμένα ερείπια, έχετε μία και μόνο δουλειά πια να κάνετε:
Να υπάρχει ο ΕΔΟΕΑΠ την επόμενη ημέρα.
Να υπάρχει για την περίθαλψη, το φάρμακο και την επικούρηση εργαζομένων και συνταξιούχων στα ΜΜΕ.

Δεν ενδιαφέρουν κανέναν οι ιδεοληψίες της κάθε Πόπης, οι απειλές του κάθε Νίκου, οι ασυναρτησίες του κάθε Κωστάκη κ.ο.κ. Το δόγμα του όλα ή τίποτα είδαμε πού μας έβγαλε.
Το μόνο που είναι μετρήσιμο μέγεθος πια, είναι η υγεία των ίδιων και των παιδιών μας. Είναι το φάρμακο και η επικούρηση του συνταξιούχου. Είναι η περίθαλψη των ανήμπορων.


Όποιος παίξει με αυτά στο βωμό ιδεοληψιών, έχει ονοματεπώνυμο και θα το πληρώσει όπως του πρέπει. Δε μιλάμε πια για υψηλή πολιτική και μακροοικονομία. Κανείς δε μπορεί να παίζει παιχνιδάκια με τη ζωή των παιδιών μας χωρίς να υποστεί τις συνέπειες. 
Κατανοητό;

10 Σεπ 2016

Το Μποτάκι μου


Ήταν 15αύγουστος πριν την Αλλαγή. Έβραζε ο τόπος στις Ράχες και έπαιζα με το «αδελφάκι μου» το Νίκο κάτω από τον ίσκιο της μουριάς στο σπίτι της θείας της Μαρίας. Εκεί συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Ήταν ένα πλασματάκι όσο η παλάμη ενός ενήλικα. Δεν της έριξα δεύτερη ματιά. Άλλωστε δεν έπρεπε να ζηλέψει ο μεγάλος, τον οποίο μόλις είχα πείσει ότι τα νεογνά κοτοπουλάκια δεν τα μεταφέρουμε σφίγγοντας το λαιμό τους γιατί… χαλάνε!

Σε αυτό το μοτίβο συνεχίσαμε για μέχρι την ηλικία που άρχισε να μιλάει. Τι δράμα κι αυτό! Άρχιζε και σταματημό δεν είχε. Μέχρι και το κόλεϊ της οικογένειας ο Λούντβιχ, μετά από δεκατέσσερα παραμύθια που του έλεγε σερί, προσπαθούσε να πάει κάπου να κρυφτεί για να μην ακούει άλλο και την απωθούσε με την ουρά του.

Η αλήθεια είναι ότι με το Νίκο της κάναμε λίγο τη ζωή μαύρη και την πειράζαμε μέχρι σημείου βρασμού. Άντεχε όμως. Είχε βρει δε και φοβερό κόλπο για να εκδικείται: Ούρλιαζε στα καλά του καθουμένου και υποστήριζε στη μαινόμενη Καίτη ότι την πείραζε ο Νίκος! Έπιανε πάντα!

Κάπου εκεί άρχισαν και οι performance ανησυχίες της. Ενόργανη στην αρχή και χορός μετά. Δε περπατούσε κανονικά ούτε λεπτό. Πηδηματάκια, συνεχείς κωλοτούμπες και σπαγγάτο ενώ (βεβαίως) σου μίλαγε. Τσατάλια τα νεύρα. Πρέπει να πήγα σε περισσότερες παραστάσεις χορού απ’ ότι σε συναυλίες. Αν μπορούσα ας έκανα κι αλλιώς.
-          Γιώργο (έλεγε στον Σακκά μια Κυριακή του Νοεμβρίου), έχω παράσταση το Σάββατο, θα έρθεις να με βγάλεις φωτογραφίες;
-          Βεβαίως Μποτίνι, το Σάββατο που μας έρχεται;
-          Όχι, τον Ιούνιο!!!
Η συνομιλία είναι αληθινή.

Δεν είμασταν «κοντά». Τη λάτρευα πάντα, αλλά η διαφορά ηλικίας δεν μπορούσε να υπερκαλυφτεί. Στα 25 μου ήταν 13. Χάος.
Μέχρι που τον Αύγουστο του 2003 πήγαμε μαζί διακοπές στο Κουφονήσι. Δε θα σταθώ στα υπόλοιπα, μα μου έχει μείνει το παγωτό χωνάκι που τρώγαμε αργά το βράδυ τα δυό μας, καθισμένοι στο πεζούλι από τις καλαμιές χωρίς να λέμε κουβέντα. Άχνα. Και για εμένα τουλάχιστον ήταν σαν να τα είχαμε πει όλα. Μαγικό.
Εκεί μεγάλωσε για μένα. Εκεί, χωρίς να πούμε κουβέντα, έγινε στα μάτια μου από αγαπημένο ανιψάκι, το δικό μου Μποτάκι.

Το Μποτάκι που έμελλε αργότερα να είναι ο άνθρωπος που θα με τράβαγε καθημερινά από την προσδοκία ενός θανάτου που θα σταματούσε το συνεχή πόνο. Που θα γινόταν το «ηχείο» μου στον κόσμο και ο προστάτης άγγελος.
Μέχρι και βόλτα με λίαρ τζέτ την έχω πάει την αχάριστη. Εγώ τρελά χαρούμενος στο κλειστοφοβικό φορείο γεμάτος καλώδια, σωλήνες και πράγματα που κάνουν μπίπ, να κοιτάω από κοντά τις χιονισμένες Άλπεις και ο Μπότος με τους δύο γιάτρουλες με γουρλωμένα τα μάτια από αγωνία μην τους πάθω τίποτα κατά τη διάρκεια της πτήσης και χαιρετήσω τον πλάτανο…

Έχετε δει στα σήριαλ τους κυριούληδες  με την τραχειοτομία που διηγούνται την ιστορία της ζωής τους; Ε, δεν παίζει! Δεν μπορείς να μιλήσεις με τραχειοτομία και αναπνευστική υποστήριξη. Καθόλου. Ντίπ. Ούτε να φωνάξεις. Ούτε να ουρλιάξεις. Αν, δε, έχεις και μια περιποιημένη τετραπληγία, τότε δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο από το να κουνάς το κεφάλι, τα χείλια και να ανοιγοκλείνεις τα μάτια. Μπορείς όμως μια χαρά να εκνευρίζεσαι, να θυμώνεις, να κλαίς, να λυπάσαι, να πέφτεις σε κατάθλιψη, να θέλεις να σκοτώσεις και να θέλεις να ψοφήσεις μπας και ξεμπερδέψεις.

Όλα αυτά καλέστηκε να τα διαχειριστεί στα καλά καθούμενα η Μπετίνα. Από το Κουφονήσι που θα πήγαινε με τον Μπάξα, βρέθηκε στην κόλαση του Άλενσμπαχ. Δίπλα μου 18 ώρες την ημέρα, κάθε μέρα, για τέσσερις μήνες (χωρίς να βάλω μέσα ένα μήνα «προθέρμανση» στη Θεσσαλονίκη).

Διάβαζε τα χείλη μου και μετέφερε τι έλεγα σε γιατρούς και θεραπευτές. Μου μετέφραζε όταν δεν καταλάβαινα τι έλεγαν, κανόνιζε όλα τα διαδικαστικά, ήταν μαζί και βοηθούσε ενεργά σε φυσιοθεραπείες και εργοθεραπείες, τσακωνόταν με γιατρούς και νοσοκόμες, κανόνιζε τα πάντα και φρόντιζε τα πάντα. Μετά, το βράδυ, καθόταν εξουθενωμένη μέχρι να με πιάσουν τα χαπάκια και βλέπαμε ταινίες στο star. Πρέπει να έχουμε δει ό,τι απίστευτη μαλακία έχει υπάρξει.
Το πρόβλημα ήταν το τηλέφωνο. Το καθημερινό τηλεφώνημα στις 8 ώρα Ελλάδας στην Κατερίνα και τη Βίλυ. Κράταγε το ακουστικό του κινητού στο αυτί μου, εγώ άκουγα, κουνούσα τα χείλη μου, η Μπετίνα προσπαθούσε να μεταφέρει, ξανά το τηλέφωνο στο αυτί μου… Έχετε δοκιμάσει να πείτε ένα ζεστό και καθησυχαστικό «σ αγαπώ» μέσω άλλου; Ε, δε γίνεται!
Ήξερε πότε έπρεπε να κρύψει τα δάκρυά μου, ήξερε πότε έφτανα στα όριά μου, ήξερε πότε παρακάλαγα να τελειώσει το μαρτύριο του νευρολογικού βρογχοσπασμού. Μου τα έχωνε άσχημα όταν δήλωνα παραίτηση, κλαίγαμε παρέα όταν οι πόνοι δεν πέρναγαν με τα φάρμακα.

Το 25χρονο κοριτσάκι είχε γίνει για τους άλλους η καραμπιτσάρα Φράου Μπετίνα. Για εμένα η Φράου-λίτσα μου.

Το Μποτάκι μου κάνει οικογένεια. Παντρεύεται σήμερα και κάπου εδώ κανονικά θα έγραφα ότι ο γαμπρός θα πρέπει να προσέχει και ότι η ανάσα μου θα είναι στο σβέρκο του μια ζωή, διότι όποιος πληγώσει τη Μποτ…κτλ
Ο Μπάξας όμως δεν χρειάζεται τέτοιες νουθεσίες. Πρώτον γιατί έχει αποδείξει τόσα χρόνια ό,τι χρειαζόταν ν’ αποδείξει και δεύτερον γιατί στο Άλενσμπαχ τα Χριστούγεννα του 2007 είχα δει στο βλέμμα του την ίδια απειλή προς εμένα: «Μην μου τη ζορίσεις άλλο, θα έχεις να κάνεις μαζί μου θείο»!

Αρπάχτε τη ζωή απ τα μαλλιά, δείξτε της  ποιος είναι το αφεντικό, κάντε παιδιά για να νιώσετε την αληθινή ευτυχία και να έχετε πάντα
Καλή τύχη αγάπες μου.

   

25 Απρ 2016

H μητέρα των μαχών για τους δημοσιογράφους

Η ΕΣΗΕΑ και οι –εκλεγμένοι- άχρηστοι που αποτελούν το δ.σ. της είναι εδώ και μια 25ετία σωματείο-σφραγίδα. Είναι μακράν το χειρότερο συνδικαλιστικό σωματείο, με τύπους που κάνουν πολιτική και πουλούν παραγοντιλίκι, αντί να παλεύουν για τα δικαιώματα των εργαζομένων και καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας.
Λίγο καιρό πριν μπω κι εγώ στο μητρώο της ήταν ένα κλειστό κλαμπάκι δεξιών, πιο συντηρητικό κι από συνέλευση καρδιναλίων. Στην πορεία οι συσχετισμοί άλλαξαν, οι πλειοψηφίες άλλαξαν, αυτό που δεν έφυγε ποτέ ήταν η μούχλα.
Η ΕΣΗΕΑ, είτε αριστερή, είτε δεξιά, αρνείται πεισματικά να δει το μέλλον, άρα αδυνατεί να προλάβει τις εξελίξεις και να δουλέψει για αυτές προς όφελός της. Κάποτε δεν ήθελε στις τάξεις της τους εργαζόμενους στην τηλεόραση, μετά αρνήθηκε να ανοίξει την πόρτα στα ραδιόφωνα και ακόμα και σήμερα δεν θεωρεί δημοσιογράφους όσους δουλεύουν σε site. Δικαιολογίες πολλές, αλλά ουσία μία: Ανικανότητα να διαβάσει τι έρχεται. Και δεν μιλάμε για το σύλλογο συμβολαιογράφων Αρκαδίας (με το συμπάθειο), αλλά για το «πρώτο πνευματικό σωματείο της χώρας», όπως αρέσκονταν να λένε οι παλαιότεροι.

Κάπως έτσι φτάσαμε σε πόλεμο. Για την ακρίβεια μιλάμε για την μητέρα των μαχών για τους δημοσιογράφους. Μια μάχη που αν τη χάσουμε –όπως όλα δείχνουν- τελειώσαμε. Μια μάχη που οι φωστήρες συνδικαλιστές μας ποτέ δεν είδαν να έρχεται και να ετοιμάσουν τον κόσμο τους για αυτή, διότι πίστεψαν όλες τις υποσχέσεις που έδιναν οι πολιτικοί τους «φίλοι». Τόσο καλοί δημοσιογράφοι.
Βρισκόμαστε στη μέση της μητέρας των μαχών διασπασμένοι, με έναν ιδιότυπο εμφύλιο να μαίνεται σε πολλά μέτωπα τα τελευταία χρόνια και με τους υποτιθέμενους στρατηγούς να μην μιλάει ο ένας στον άλλον. Σα να μην έφτανε αυτό, κάθε κομματικό μπουλούκι δίνει διαφορετική γραμμή στα μέλη του και κάθε μαγαζί εκδίδει ανακοίνωση με άποψη για το τι πρέπει να γίνει. Το απόλυτο μπάχαλο!
Έχουμε απέναντί μας την κοινωνία γιατί ποτέ δεν αντιδράσαμε στο «αλήτες-ρουφιάνοι-δημοσιογράφοι» και ενίοτε το προκαλέσαμε. Έχουμε απέναντί μας την πιο ανάλγητη κυβέρνηση που έχει δει ο τόπος, την τρόικα, τους εργαζόμενους στα site και τους εργάτες Τύπου που ποτέ δεν δεχτήκαμε στον ΕΔΟΕΑΠ, τα κόμματα που βρίσκουν την ευκαιρία να ξεφορτωθούν μια και καλή τους ενοχλητικούς δημοσιογράφους, έχουμε φυσικά και τους εκδότες-καναλάρχες και διαφημιστές που εδώ και πολλά χρόνια ζητούν να τσεπώσουν το αγγελιόσημο.
Και τι κάνουμε; Τυφλή απεργία!
Απεργούμε, οι εφημερίδες δεν κυκλοφορούν, τα ραδιόφωνα παίζουν τραγουδάκια, οι τηλεοράσεις Μενεγάκη και όλοι είμαστε μια ευτυχισμένη παρέα! Αυτή είναι η επικοινωνία που κάνουν οι επαγγελματίες του χώρου στο πρόβλημά τους. Το θάβουν στην αφάνεια.

Φυσικά και είμαι υπέρ της απεργίας. Όμως μιας απεργίας διαρκείας, δυναμικής, με όλα τα μέσα και όλες μας τις δυνάμεις. Με όλα τα όπλα συντονισμένα. Με ειδήσεις όλη τη μέρα σε ραδιόφωνα και κανάλια που θα εξηγούν το πρόβλημα, θα βγάζουν ανθρώπους να μιλήσουν για αυτό, θα αναλύουν και θα –ναι- θα προπαγανδίζουν τα της απεργίας. Με όλες τις εφημερίδες κρεμασμένες στα περίπτερα με πρώτο θέμα την επιχείρηση φίμωσης των δημοσιογράφων, με όλα τα site να βομβαρδίζουν το διαδίκτυο με επιχειρήματα για αυτό τον αγώνα. Τα Μέσα είμαστε εμείς. Τα Μέσα είναι οι δημοσιογράφοι και οι εργάτες Τύπου και στην μητέρα των μαχών δε χωρούν ερωτήματα σε ποια χέρια θα περάσουν και τι θα μεταδίδουν. Αυτή είναι η μάχη που πρέπει να δοθεί και πρέπει να είναι λυσσαλέα και μέχρι να πέσει και ο τελευταίος.
Αν οι μιντιάρχες θελήσουν να αντιδράσουν είτε με λοκ-άουτ, είτε με απαγορεύσεις, τότε πάλι η απάντηση είναι μία: Λουκέτο παντού και παράλληλα έκδοση εφημερίδας από τα γραφεία της ΕΣΗΕΑ και του ΕΔΟΕΑΠ, κατάληψη των στούντιο της ΕΡΤ και και του ΑΠΕ με συνεχείς εκπομπές ενημέρωσης και ροή ειδήσεων από εκεί.

Δύσκολο; Προφανώς. Όλα τα άλλα όμως είναι χαμένος κόπος και τουφεκιές στον αέρα δεν είναι αγώνας. Ας δώσουμε αυτή τη μάχη και αν επιζήσουμε, πράγμα πολύ δύσκολο όπως είναι σήμερα τα πράγματα, ξεκαθαρίζουμε και τα υπόλοιπα. Έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν θα είναι το ίδιο μετά για κανέναν μας. Είτε πέσουμε, είτε σταθούμε όρθιοι.  

Γ.Γ.


12 Φεβ 2016

Καλό ταξίδι ρε μούργο!

Και ξαφνικά κάποιος εκεί ψηλά παρατάει την επετηρίδα και αποφασίζει να δώσει στον βαρκάρη νόμισμα για έναν από τη δική μας ΕΣΣΟ. Όχι μετά από δυστύχημα, ούτε από τίποτα κωλοκαρκίνους. Από γρίπη ρε φίλε!
Ο χάρος που είχε χάσει δυό φορές απανωτά το ματσάκι, τελικά το έστησε και πήρε τον Μούργο μας με πουστιά.
Δυό φορές είχανε συναντηθεί στα μαρμαρένια αλώνια ενός παγωμένου χειρουργείου στην μακρινή Αγγλία. Εκεί όπου οι νευροχειρούργοι του ανοίξαν το κεφάλι και έπαιξαν με τους νευρώνες που είχαν μπερδευτεί σε δαιδαλώδεις δρόμους. Την πρώτη φορά το παιχνίδι το δώσαμε παράλληλα. Εγώ στη Θεσσαλονίκη και ο Μήτσος στην Αγγλία τις ίδιες μέρες.
«Τα καταφέραμε ρε» μου έλεγε μερικούς μήνες μετά που γύρισα ανακατασκευασμένο ερείπιο από τη χώρα του Σόιμπλε και του ντόκτορ Κάπς. «Τον σκίσαμε το χάρο!».

Δημήτρης Γκίκας.
Το
must στις μικρομεταφορές!

Αυτό το σλόγκαν έγραφε η επαγγελματική του κάρτα. Δεν ξέρω με σιγουριά ποιος από όλους τους παλαβούς εκείνης της υπέροχης παρέας το είχε σκαρφιστεί, αλλά ο Μήτσος το τύπωσε με περηφάνια. Την ίδια περηφάνια που είχε όταν από έφηβος, την ώρα που εμείς σκεφτόμασταν την επόμενη γκόμενα ή τα γκριπς που θα βάλουμε στο φτιαγμένο μας παπί, ο Δημήτρης είχε να βοηθήσει τον πατέρα του στις μετακομίσεις. Και όταν αυτός έφυγε νωρίς, ο Μήτσος κληρονόμησε ένα μπουρδέλο φορτηγάκι με αιώνες λειτουργίας, μερικά χρέη στο καταραμένο ΤΕΒΕ, τον άρρωστο Χρήστο τον μεγάλο του αδελφό, ένα σπιτάκι με τσιμεντένια αυλή βγαλμένο λες από ελληνική ταινία του ’50 και μια βασανισμένη μάνα.
Τα αμέτρητα φορτία που κουβάλησε στην πλάτη, του σακάτεψαν ισχίο και γόνατα πριν πατήσει τα 40. Η κατάρα του εργάτη.
Ο Μήτσος εκεί. Μικρομεταφορές. Μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Ο ίδιος κάπως θα την έβγαζε, οι άλλοι δύο;
Τον ζήλευα το ομολογώ!
Δεν ζήλευα τις απίστευτες γνώσεις του στη μουσική. Δε ζήλευα τον τρόπο που απομνημόνευε χωρία ολόκληρα από τα βιβλία που καταβρόχθιζε. Δεν ζήλευα τα Αγγλικά του, που ανάθεμα αν κατάλαβα ποτέ που διάολο τα έμαθε. Δε ζήλευα καν τα μάγια που έκανε στις τσιπούρες και έπεφταν με τα μούτρα στα δικά του μόνο πεταχτάρια.
Ζήλευα την απλότητά του, που με πήγαινε πίσω στα παιδικά μου χρόνια, στον Χαράλαμπο και τη Βασίλω, τον κυρ Βαγγέλη και την Αλτάνα, τη θεία Χαρίκλεια, τον θείο τον Βασίλη. Ζήλευα την ικανότητα να χαίρεσαι πραγματικά με πράγματα απλά. Να σου φτιάχνει τη μέρα η μυρωδιά από το ψημένο ψωμί. Να στήνεις τσιμπούσι με φίλους πάνω σε μια ψησταριά που έριξες δυο τρεις μουρμουρίτσες που σπαρταράν και δίπλα στο καζάνι να βράζουνε τα μαζεμένα από τα χέρια σου χόρτα. Έφτιαχνε πίτα η μαμά κι ο Μήτσος κέρναγε σα να ‘τανε η τούρτα της γιορτής του. Εμείς μπορεί να είχαμε κατάθλιψη για ένα κάρο ανούσιες στο τέλος παπαριές και ο Μήτσος έπαιρνε μέσα στην χαρά να πει: «Η μάνα ζύμωσε ψωμί, είναι υπέροχο. Πάρε το Κατερινιό κι ελάτε». Ψωμί κι αλάτι. Η ουσία της ζωής…

Μιλήσαμε τη μέρα της γιορτής μου. Δεν είχε κάποιον να τον φέρει σπίτι κι εμείς σε λίγο θα βγαίναμε. Ήταν πιο ενθουσιασμένος από παιδάκι στη Ντίσνεϊλαντ: Το Διονυσάκι του είχε χαρίσει ένα τάμπλετ! Είχε χωθεί ολόκληρος μέσα στους ωκεανούς της πληροφορίας και φόρτωνε ασταμάτητα δεδομένα στις αποθήκες της θαυμαστής του μνήμης. «Είναι μαγικό», μου έλεγε, «βρίσκω απαντήσεις σε κάθε απορία που μπορώ να σκεφτώ.»

Πριν τρεις μέρες σήκωσε υψηλό πυρετό. Την επόμενη εισήχθη στο νοσοκομείο. Εχθές τον έβαλαν στην εντατική όπου και κατέληξε. Από γρίπη. Από γρίπη ρε φίλε, ενώ είχε βγει καθαρός από δύο εγχειρήσεις στον εγκέφαλο!

Κάποιος εκεί ψηλά θα ήθελε dj, παρέα στο ψάρεμα ή κάποιον αυθεντικό προλετάριο για να φιλοσοφεί.

Καλή αντάμωση ρε φίλε.