Γράφει ο Γιάννης Γερονικολός
Οι φετινές γιορτές πέρασαν μέσα σε μια πρωτοφανή για τα νεοελληνικά δεδομένα μιζέρια, όπου τα μίντια μας βομβάρδιζαν από το πρωί έως το βράδυ με εκθέσεις γιάπηδων, υποβαθμίσεις, οικονομική τρομολαγνία και απειλές κάθε είδους. Δε θυμάμαι άλλη χρονιά να έχουμε δεχθεί τέτοιο μπαράζ αρνητικών δημοσιευμάτων, τόσο από το διεθνή Τύπο, όσο και από τα εντόπια ΜΜΕ. Οι μεν ξένοι καταγράφουν τη μουρμούρα των «αγορών», δηλαδή των σπεκουλαδόρων που παίζουν με τα κρατικά ομόλογα και το Ευρώ, οι δε Έλληνες καταγράφουν ό,τι λένε οι ξένοι συνάδελφοί τους, λες και είναι οι Δέκα Εντολές. Ό,τι γράφουν οι FT είναι για τους μπουρδολόγους των παραθύρων θέσφατο. Σα να τα έγραψε ο Μωησής από non paper του Πανάγαθου. Γίναμε όλοι ειδικοί στα Τραπεζικά spread και στις λαϊκές αγορές δικαιολογούν την τιμή στα αγγουράκια, με τις νέες δηλώσεις του Τρισέ.
Αποτέλεσμα; Φαύλος κύκλος: Οι καταναλωτές δεν ξοδεύουν χρήματα, τα μαγαζιά δε δουλεύουν και δεν παραγγέλνουν νέα προϊόντα, η παραγωγή μένει αδιάθετη, οι τράπεζες δε δανείζουν χρήματα φοβούμενες επισφάλειες και αρχίζουν οι απολύσεις.
Οι οικονομικοί συντάκτες μιλούν για «την κρίση» με τρόπο που ούτε οι ίδιοι καταλαβαίνουν τι λένε, το ίδιο και οι πολιτικοί ή οι οικονομολόγοι. Έτσι όταν το αφεντικό μειώνει το μισθό, κόβει τα επιδόματα ή απολύει λόγο… «ύφεσης», ούτε ο Αυτιάς δε μπορεί να εξηγήσει τι έγινε και χάθηκε το «μεροκαματάκι» σου. Μπορεί όμως ο Νομπελίστας Πόλ Κρούγκμαν!
Στο βιβλίο του «η κρίση του 2008» επιχειρώντας να δώσει μια απάντηση, καταφεύγει σε ένα απλό παράδειγμα. Όπως εξηγεί, πρόκειται για μια ιστορία που διηγούνται οι Τζόαν και Ρίτσαρντ Σουίνι, σε άρθρο τους που δημοσιεύτηκε το 1978 με τον τίτλο (σ. σ. μην τρομάξετε) «Η μονεταριστική θεωρία και η κρίση του συνεταιρισμού φύλαξης νηπίων του Λόφου του Καπιτωλίου».
«Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, οι Σουίνι ήταν μέλη μιας συνεταιριστικής οργάνωσης φύλαξης νηπίων. Μιας ένωσης ζευγαριών, που εργάζονταν στο Κογκρέσο και κρατούσαν εναλλάξ τα παιδιά τους. Η οργάνωση ήταν ασυνήθιστα πολυπληθής, συμμετείχαν περίπου 150 ζευγάρια, πράγμα που δεν σήμαινε απλώς ότι υπήρχε πληθώρα δυνητικών νταντάδων, αλλά και ότι η διεύθυνση του συνεταιρισμού -και ιδίως η εξασφάλιση ότι το κάθε ζευγάρι θα έπαιρνε το μερίδιο που πραγματικά του αναλογούσε- δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οπως πολλά τέτοια εγχειρήματα, ο συνεταιρισμός έλυσε το πρόβλημα εκδίδοντας ένα είδος χρεωστικού ομολόγου: κουπόνια που έδιναν στον φέροντα το δικαίωμα μιας ώρας φύλαξης. Οταν φύλαγαν παιδιά, οι μπέιμπι σίτερ λάμβαναν τον ανάλογο αριθμό κουπονιών από τους γονείς. Το σύστημα ήταν έτσι οργανωμένο ώστε να αποφεύγεται η ανευθυνότητα: εξασφάλιζε αυτόματα ότι κάθε ζευγάρι θα πρόσφερε πάντα ακριβώς τις ίδιες ώρες φύλαξης που θα λάμβανε. Το θέμα όμως δεν ήταν τόσο απλό. Διότι ένα τέτοιο σύστημα χρειάζεται να κυκλοφορούν πολλά κουπόνια. Τα ζευγάρια που είχαν αρκετά ελεύθερα απογεύματα στη σειρά και δεν σχεδίαζαν εξόδους άμεσα, θα προσπαθούσαν να μαζέψουν αποθέματα για το μέλλον. Αυτή η συσσώρευση θα αντιστοιχούσε με εξάντληση των αποθεμάτων άλλων ζευγαριών, αλλά συν τω χρόνω το κάθε ζευγάρι, κατά μέσο όρο, θα ήθελε πιθανώς να κρατάει αρκετά κουπόνια ώστε να βγαίνει αρκετές φορές ανάμεσα στις βάρδιες φύλαξης. Ετσι η έκδοση των κουπονιών ήταν μια περίπλοκη υπόθεση: τα ζευγάρια έπαιρναν κουπόνια όταν γίνονταν μέλη, τα οποία υποτίθεται ότι θα εξοφλούσαν όταν έφευγαν, αλλά πλήρωναν και αμοιβές σε κουπόνια φύλαξης, τα οποία χρησιμοποιούνταν για να πληρώνονται τα στελέχη του συνεταιρισμού και ούτω καθεξής. Οι λεπτομέρειες δεν είναι σημαντικές. Η ουσία είναι ότι ήρθε η στιγμή που κυκλοφορούσαν σχετικά λίγα κουπόνια - πολύ λίγα για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του συνεταιρισμού. Αυτό το αποτέλεσμα ήταν παράξενο. Τα ζευγάρια που θεωρούσαν ανεπαρκή τα αποθέματά τους σε κουπόνια ήθελαν πολύ να φυλάνε παιδάκια κι ήταν απρόθυμα να βγουν έξω. Στο συγκεκριμένο σύστημα όμως, όταν κάποιο ζευγάρι αποφάσιζε να βγει έξω αυτό σήμαινε ότι κάποιο άλλο ζευγάρι είχε την ευκαιρία να κάνει φύλαξη. Ετσι, έγινε δύσκολο να βρεθούν ευκαιρίες για φύλαξη, κάτι που έκανε τα ζευγάρια ακόμη πιο απρόθυμα να χρησιμοποιήσουν τα αποθέματά τους σε κουπόνια πλην ειδικών περιπτώσεων, κάτι που με τη σειρά του έκανε τις ευκαιρίες για φύλαξη ακόμη πιο σπάνιες...Εν ολίγοις ο συνεταιρισμός εισήλθε σε ύφεση».