Από το "επί ίσοις όροις" της Ε
Εκατοντάδες προσβολές βιώνουν στην καθημερινότητά τους οι πολίτες με αναπηρία ερχόμενοι σε επαφή με την εξουσία/διοίκηση σε όλες τις εκφάνσεις της. Στάσεις και συμπεριφορές που ξεχειλίζουν από υποτίμηση και ρατσισμό, εγγράφουν στο ασυνείδητο συναισθήματα που κυμαίνονται μεταξύ βαθιάς απογοήτευσης και οριακής οργής.
Οι εκατοντάδες προσβολές της καθημερινότητας, αφορούν μικροπράγματα και μικρογεγονότα που δεν μπορούν να διεκδικήσουν στον υπάρχοντα κώδικα επικοινωνιακής ιεράρχησης τον χαρακτηρισμό της “είδησης”. Κλασσικό παράδειγμα, η εμπειρία που έζησε ο σκηνοθέτης με ακρωτηριασμό Αντώνης Ρέλλας, δεχόμενος επάλληλες προσβολές της προσωπικότητάς του από 3 όργανα της τάξης, Τρίτη και 13 περί τις 3 μετά το μεσημέρι.
Διηγείται την ιστορία ο ίδιος, με τον μοναδικά γλαφυρό τρόπο του πρωταγωνιστή της:
Για ανούσια αιτία βρέθηκα να μαλώνω με μεσήλικη κυρία - ο λόγος πραγματικά δεν είναι άξιος ανάλυσης- η θερμόαιμη κυρία έφτασε σύντομα στα κόκκινα, κάλεσε την αστυνομία. Δύο “όργανα” κατέφτασαν για να διεκπεραιώσουν την προσαγωγή μας, ένα νεαρό και ένα μεγαλύτερης ηλικίας. Το νεαρό όργανο με τρόπο επιτακτικό μου ζήτησε να καθίσω στο πίσω κάθισμα του περιπολικού. Ευγενικά τον ενημέρωσα ότι λόγω της αναπηρίας μου ήταν εξαιρετικά δύσκολο ως αδύνατο να επιβιβαστώ στο στενό πίσω κάθισμα και ως εκ τούτου θα έπρεπε να ακολουθήσω με το δικό μου διασκευασμένο αυτοκίνητο. “Πλάκα κάνεις μπες μέσα να μην έχουμε άλλα” μου απάντησε γεμάτος έκπληξη και με τα φρύδια ανασηκωμένα. Διατήρησα την ψυχραιμία μου και του επανέλαβα ότι πρέπει για λόγους αντικειμενικούς να τον ακολουθήσω με το αυτοκίνητο μου που ήταν σταθμευμένο ακριβώς πίσω από το περιπολικό.
Η απάντησή μου διόλου δεν τον έπεισε, αντίθετα τον ερέθισε. Οργισμένα και ειρωνικά μου αντέτεινε πως είναι αδύνατον να είμαι άνθρωπος με αναπηρία αφού μπορώ να οδηγώ αυτοκίνητο (το όλο περιστατικό διαδραματίστηκε σε πολυσύχναστο σημείο με θεατές δεκάδες πολίτες σε στάση λεωφορείου). Η προσβολή πλέον βάθαινε , ένιωσα την ανάγκη να αμυνθώ. Χωρίς να το πολυσκεφτώ σήκωσα το παντελόνι μου και του έδειξα το τεχνητό μέλος μου. “Είμαι Έλληνας πολίτης με αναπηρία” του είπα “και οδηγώ νόμιμα βάσει ελληνικών και ευρωπαϊκών νόμων. Το περίεργο είναι ότι είσαι αστυνομικός και νέος άνθρωπος αλλά αγνοείς παντελώς τα δικαιώματα μου και με προσβάλεις με βάναυσο τρόπο δημόσια .” Από την θέση του οδηγού ξεπρόβαλε ο δεύτερος αστυνομικός συνειδητοποιώντας ότι τα πράγματα σοβαρεύουν και επαναφέροντας τον νεαρό συνάδελφό του στην τάξη . ”Οδηγεί διασκευασμένο όχημα” του είπε. Κατόπιν, μου ζήτησε να του δώσω την ταυτότητα μου και να τους ακολουθήσω.
Φτάνοντας στο τμήμα έδειξα το αναπηρικό σήμα στον φρουρό και ζήτησα να σταθμεύσω μπροστά στην είσοδο. Ο φρουρός έγνεψε καταφατικά. Δεν πρόλαβα καν να σταθμεύσω όταν με πλησίασε άντρας με πολιτικά. “πόση ώρα θα μείνετε” – με ρώτησε – “δεν γνωρίζω, ρωτήστε τους αστυνομικούς της άμεσης δράσης”- του απάντησα - “αν είναι αυτόφωρο να το πάρεις από εδώ το αυτοκίνητο διότι θα μείνεις αρκετά “- μου ανταπάντησε χαιρέκακα. Συγκράτησα την ψυχραιμία μου, “δεν είμαι εδώ για κακούργημα, μια διένεξη με μια κυρία έχω και βλέπετε ότι το όχημα μου φέρει αναπηρικό σήμα” τον διαβεβαίωσα. Η ανταπάντησή μου θεωρήθηκε επίδειξη θράσους, η χαιρεκακία του συνομιλητή μου μετεξελίχτηκε σε ολομέτωπη αναίδεια. “Δηλαδή αν σκοτώσεις επειδή είσαι ανάπηρος νομίζεις ότι δεν θα πας μέσα;” μου επιτέθηκε, προσφεύγοντας στην λογική του παραλόγου. Κάπου εκεί σκέφτηκα ότι δεν υπάρχει τρόπος να υπερασπιστώ το αυτονόητο δίκιο μου, έπρεπε το ταχύτερο να ξεμπερδέψω, αν και πλέον ένιωθα βαθιά προσβεβλημένος αποχώρησα από την παράλογη συζήτηση. Προχώρησα προς το γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας όπου έγιναν οι απαραίτητες ενέργειες και μέσα σε 10 λεπτά αποχώρησα .
Οι προσβολές δεν είχαν τελειώσει. Στην έξοδο με σταμάτησε ο φρουρός που μου είχε επιτρέψει να σταθμεύσω , “πως οδηγείς έτσι;” με ρώτησε με ύφος ανακριτή.Είχα πλέον αποκάμει, η εξάντληση ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά της ειρωνίας,”πως έτσι;” τον αντιρώτησα. “Τι πως έτσι; Ανάπηρος δεν είσαι;” μου αποκρίθηκε. Ένιωσα την ανάγκη να βάλω τα γέλια και τα κλάμματα μαζί, συγκέντρωσα όση ενέργεια μου είχε απομείνει και του επέστρεψα λόγο ευγενή και διδακτικό: “ Ναι ανάπηρος είμαι, αλλά γιατί σου κάνει εντύπωση που οδηγώ; Γιατί αντιλαμβάνεσαι την λέξη ανάπηρος ως συνώνυμο της ανικανότητας; ”
Ο λόγος μου ξανά πήγε άκλαυτος, ο φρουρός της τάξης ήθελε να έχει την τελευταία λέξη. Ξανά μανά ανάκριση χωρίς νόημα: ”Eχεις τα απαραίτητα χαρτιά; ” ρώτησε με ύφος που ξεχείλιζε υποτίμηση. Ξανά μανά υποχρεωμένος να του απαντήσω τα αυτονόητα. Του εξήγησα ότι οι μετατροπές που φέρει το αυτοκίνητο μου το οποίο οδηγώ με απόλυτη ασφάλεια και νόμιμα αναγράφονται στο δίπλωμά μου. “Καλώς πηγαίνετε” μου είπε με ύφος. Είχα εξωθηθεί, ήθελα και γω την τελευταία λέξη μου, την εκστόμισα μπαίνοντας στο αυτοκίνητό μου, “καλώς, ελπίζω να καταλάβατε αν και οφείλατε να γνωρίζετε” ήταν η φράση του αποχαιρετισμού μου. Η ελάχιστη από πλευράς μου ανταπόδοση της αναίτιας προσβλητικής συμπεριφοράς που υπέστην μέσα σε λιγότερη από μια ώρα από τρεις διαφορετικούς αστυνομικούς.
Στο σημείο αυτό η καταγραφή του Αντώνη Ρέλλα τελειώνει . Ο πειρασμός για περαιτέρω σχόλια είναι μεγάλος, δεν υποκύπτουμε. Κάποιες ιστορίες πρέπει να παρατίθενται ασχολίαστες δημοσιογραφικά, ομιλούν από μόνες τους.