Του Ρούσσου Βρανά , rvranas@otenet.gr
Μια φορά
κι έναν καιρό ήταν ένας πλανήτης όπου ζούσαν δισεκατομμύρια πλάσματα που μαζί δεν έκαναν και χώρια δεν μπορούσαν. Σε αυτόν τον πλανήτη όπου οι πάγοι δεν άντεχαν πια την ανάσα του ήλιου κι όπου τα δάση γίνονταν κάρβουνο, φάνηκε μια μέρα ένας ιός που τρόμαξε τους ανθρώπους, μολονότι δεν ήταν περισσότερο φονικός από άλλους. Θορυβημένοι άρχισαν να κλείνουν αεροδρόμια, ταβέρνες, σχολειά και δεν έβγαιναν στους δρόμους παρά μονάχα με μάσκες. Και τότε ο Περουβιανός δημοσιογράφος Σέζαρ Χίλντεμπραντ αφηγήθηκε αυτήν την ιστορία.
Ένα μικρό
κι έξυπνο κοριτσάκι- όλοι ξέρουμε πόσο είναι έξυπνα τα παιδάκια- ρώτησε ένα βράδυ τον πατέρα του, καθώς έπεφτε στο κρεβατάκι του: «Πες μου, πατέρα, γιατί τόση ταραχή γι΄ αυτόν τον ιό που δεν έχει σκοτώσει παρά μονάχα καμιά δεκαριά ανθρώπους, ενώ κάθε χρόνο χάνουν τη ζωή τους ένδεκα εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο, προτού κλείσουν τα πέντε τους χρόνια, από αρρώστιες που θα μπορούσαν να τις είχαν αποφύγει;». Ο πατέρας κοίταξε το κοριτσάκι του κάπως ξαφνιασμένος. Και λέμε κάπως, επειδή δεν ήταν λίγες οι φορές που αυτό το μικρό κοριτσάκι έκανε κάτι τέτοιες ερωτήσεις που άφηναν άφωνους τους μεγάλους κι έξυναν το κεφάλι τους για να βρουν απαντήσεις. «Είναι επειδή είναι άλλο πράγμα ο θάνατος που σε βρίσκει φυσικά κι άλλο εκείνος που έρχεται με μια επιδημία», αποκρίθηκε ο πατέρας. «Μα είναι φυσικό ένδεκα εκατομμύρια παιδιά, που θα μπορούσαν να μην πεθάνουν, να πεθαίνουν μονάχα επειδή είναι φτωχά ή επειδή δεν υπάρχει γιατρός για να τα πάνε οι γονείς τους;» ρώτησε το κοριτσάκι. «Όχι, δεν είναι φυσικό, αλλά επειδή είναι κάτι που συμβαίνει χρόνια τώρα χωρίς σταματημό, είναι μια είδηση που δεν προκαλεί καμιά ταραχή σε κανέναν», είπε ο πατέρας, που είχε κιόλας αρχίσει να μη νιώθει σίγουρος για τα λόγια του.
«Εμείς
τα παιδιά, όμως, ανησυχούμε που ένδεκα εκατομμύρια παιδιά πεθαίνουν επειδή είναι φτωχά», επέμεινε το κοριτσάκι. «Σύμφωνοι», είπε ο πατέρας, «αλλά κανείς δεν ξέρει πόσοι άνθρωποι θα μπορούσαν να πεθάνουν από αυτήν την επιδημία». «Ίσως να πεθάνουν πολλοί», είπε το κοριτσάκι του. «Δεν ξέρω πόσοι, ούτε κι εσύ. Μα εγώ σου λέω άλλο πράγμα. Γιατί όλες οι τηλεοράσεις κι όλες οι εφημερίδες μιλούν για εκείνο που θα μπορούσε να μας φέρει αυτός ο ιός και δεν λένε τίποτα για τα ένδεκα εκατομμύρια παιδιά που πεθαίνουν κάθε χρόνο από αρρώστιες που θα μπορούσαν να τις είχαν γλιτώσει; Ένδεκα εκατομμύρια παιδιά τον χρόνο μάς κάνουν πάνω κάτω 30.000 παιδιά την ημέρα, 1.300 την ώρα και 20 το λεπτό, πατέρα. Δεν νομίζεις πως είναι κι αυτό μια είδηση που πρέπει να τη μάθουμε;».
Ο πατέρας
κοίταξε το κοριτσάκι του κι αναστέναξε βαθιά. «Να σβήσω τώρα το φως;», είπε. «Θα κοιμηθείς;».
http://www.tanea.gr/default.asp?pid=10&ct=13&artid=4515498
κι έναν καιρό ήταν ένας πλανήτης όπου ζούσαν δισεκατομμύρια πλάσματα που μαζί δεν έκαναν και χώρια δεν μπορούσαν. Σε αυτόν τον πλανήτη όπου οι πάγοι δεν άντεχαν πια την ανάσα του ήλιου κι όπου τα δάση γίνονταν κάρβουνο, φάνηκε μια μέρα ένας ιός που τρόμαξε τους ανθρώπους, μολονότι δεν ήταν περισσότερο φονικός από άλλους. Θορυβημένοι άρχισαν να κλείνουν αεροδρόμια, ταβέρνες, σχολειά και δεν έβγαιναν στους δρόμους παρά μονάχα με μάσκες. Και τότε ο Περουβιανός δημοσιογράφος Σέζαρ Χίλντεμπραντ αφηγήθηκε αυτήν την ιστορία.
Ένα μικρό
κι έξυπνο κοριτσάκι- όλοι ξέρουμε πόσο είναι έξυπνα τα παιδάκια- ρώτησε ένα βράδυ τον πατέρα του, καθώς έπεφτε στο κρεβατάκι του: «Πες μου, πατέρα, γιατί τόση ταραχή γι΄ αυτόν τον ιό που δεν έχει σκοτώσει παρά μονάχα καμιά δεκαριά ανθρώπους, ενώ κάθε χρόνο χάνουν τη ζωή τους ένδεκα εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο, προτού κλείσουν τα πέντε τους χρόνια, από αρρώστιες που θα μπορούσαν να τις είχαν αποφύγει;». Ο πατέρας κοίταξε το κοριτσάκι του κάπως ξαφνιασμένος. Και λέμε κάπως, επειδή δεν ήταν λίγες οι φορές που αυτό το μικρό κοριτσάκι έκανε κάτι τέτοιες ερωτήσεις που άφηναν άφωνους τους μεγάλους κι έξυναν το κεφάλι τους για να βρουν απαντήσεις. «Είναι επειδή είναι άλλο πράγμα ο θάνατος που σε βρίσκει φυσικά κι άλλο εκείνος που έρχεται με μια επιδημία», αποκρίθηκε ο πατέρας. «Μα είναι φυσικό ένδεκα εκατομμύρια παιδιά, που θα μπορούσαν να μην πεθάνουν, να πεθαίνουν μονάχα επειδή είναι φτωχά ή επειδή δεν υπάρχει γιατρός για να τα πάνε οι γονείς τους;» ρώτησε το κοριτσάκι. «Όχι, δεν είναι φυσικό, αλλά επειδή είναι κάτι που συμβαίνει χρόνια τώρα χωρίς σταματημό, είναι μια είδηση που δεν προκαλεί καμιά ταραχή σε κανέναν», είπε ο πατέρας, που είχε κιόλας αρχίσει να μη νιώθει σίγουρος για τα λόγια του.
«Εμείς
τα παιδιά, όμως, ανησυχούμε που ένδεκα εκατομμύρια παιδιά πεθαίνουν επειδή είναι φτωχά», επέμεινε το κοριτσάκι. «Σύμφωνοι», είπε ο πατέρας, «αλλά κανείς δεν ξέρει πόσοι άνθρωποι θα μπορούσαν να πεθάνουν από αυτήν την επιδημία». «Ίσως να πεθάνουν πολλοί», είπε το κοριτσάκι του. «Δεν ξέρω πόσοι, ούτε κι εσύ. Μα εγώ σου λέω άλλο πράγμα. Γιατί όλες οι τηλεοράσεις κι όλες οι εφημερίδες μιλούν για εκείνο που θα μπορούσε να μας φέρει αυτός ο ιός και δεν λένε τίποτα για τα ένδεκα εκατομμύρια παιδιά που πεθαίνουν κάθε χρόνο από αρρώστιες που θα μπορούσαν να τις είχαν γλιτώσει; Ένδεκα εκατομμύρια παιδιά τον χρόνο μάς κάνουν πάνω κάτω 30.000 παιδιά την ημέρα, 1.300 την ώρα και 20 το λεπτό, πατέρα. Δεν νομίζεις πως είναι κι αυτό μια είδηση που πρέπει να τη μάθουμε;».
Ο πατέρας
κοίταξε το κοριτσάκι του κι αναστέναξε βαθιά. «Να σβήσω τώρα το φως;», είπε. «Θα κοιμηθείς;».
http://www.tanea.gr/default.asp?pid=10&ct=13&artid=4515498