28 Νοε 2009

Να μην αφήσουμε τους τραμπούκους να μας αφαιρέσουν ό,τι κατακτήσαμε


Από την Αννα Δαμιανίδη

photo by flickr: stuant 63

Τετάρτη βράδυ άκουσα στη Νομική ομιλίες των Μανδραβέλη, Ψυχογιού και Δαφέρμου για την πολιτική βία. Ο Μανδραβέλης μίλησε για τη γλωσσική σύγχυση που ξεχειλώνει την έννοια της βίας και γεννά αληθινή βία σαν απάντηση σε όσα ονομάζονται βία. Ο Ψυχογιός είπε ότι η παιδεία και οι παραδόσεις μας καλλιεργούν θαυμασμό στη βία. Και ο Δαφέρμος ότι η βία είναι διάχυτη, υπάρχει ψυχολογική βία, εργατική, οικογενειακή...

Υστερα μίλησαν φοιτητές, αναφέρονταν με ενθουσιασμό στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Για τον Δαφέρμο το Πολυτεχνείο ήταν εντελώς ειρηνική εξέγερση σε βίαιες συνθήκες. Ο Ψυχογιός υποστήριζε ότι δεν πρέπει να ζηλεύουν το Πολυτεχνείο και την έξαρσή του, έγινε μετά από μεγάλη καταπίεση. Περνούσαμε άσχημα στη χούντα, είπε. Ναι, αλλά είχαμε ελπίδες, είπε ο Δαφέρμος, και τα παιδιά χειροκρότησαν.

Αυτό με πίκρανε, ίσως επειδή ήταν και ο γιος μου στο ακροατήριο. Αυτή η φράση και η αντίδραση πιστεύω ότι είναι στη βάση μιας παρεξήγησης που ερμηνεύει και όσα συνέβησαν αργότερα.

Γιατί χειροκροτήσανε τα παιδιά; Δεν έχουν αυτά ελπίδες; Είχαμε εμείς περισσότερες; Οχι όλοι πάντως. Πολλοί πλήτταμε θανάσιμα, φωνάζαμε Ψωμί- Παιδεία- Ελευθερία, αλλά ψωμί υπήρχε, τους Ρόλινγκ Στόουνς θέλαμε, τα ενδιαφέροντα πράγματα που συνέβαιναν στον κόσμο. Και δεν ήταν απολύτως μη βίαιο το Πολυτεχνείο, είχαμε σπάσει ένα σωρό αντικείμενα, δεν είχαμε αφήσει καρέκλα ή τραπέζι.

Αυτά σκεφτόμουνα την ώρα που μπήκανε μέσα κάτι τύποι μαυροντυμένοι, κι άρχισαν να βρίζουν. Θα διαβάσουμε ένα κείμενο, είπαν, έπιασαν το μικρόφωνο, έλεγαν κάτι για εικοσάχρονα παιδιά που μπήκαν φυλακή, κι έφταιγε ο Πάσχος. Ξεφτίλες, λέγανε στους φοιτητές, καλέσατε εδώ υπονομευτές του ασύλου! Δηλαδή τους κατηγορούσαν για αυτό που έκαναν οι ίδιοι: καταργούσαν και υπονόμευαν το άσυλο.

Μερικοί φοιτητές φώναζαν να περιμένουν τη σειρά τους. Ενα τυφλό αγόρι ούρλιαζε: Γιατί το κάνετε αυτό; γιατί χαλάτε τη συζήτηση; Είχε τόση ένταση, με πήρανε τα κλάματα. Ντρεπόμουνα να κλαίω, αλλά καλύτερα παρά να κατουριέμαι από φόβο.

Αυτό με είχε πιάσει στην αρχή. Να φοβηθούμε ήθελαν οι εισβολείς, κι εγώ τουλάχιστον ανταποκρίθηκα.

Αναγνώρισα τον φόβο. Τον είχα ξανανιώσει πολλά χρόνια πριν, φοιτήτρια στη Νομική. Μας κυνηγούσαν οι μπάτσοι, επί χούντας... Μια μέρα είχα κοντέψει να κατουρηθώ. Είχαμε πάρει ταξί να ξεφύγουμε και πόση αγωνία είχα μη μυρίσει ο ταξιτζής κάτι...

Ιδιος φόβος, χρόνια μετά, ίδιο μέρος, ίδιο θέμα. Οι τύποι απείλησαν καμπόσο, πέταξαν αβγά, κι έφυγαν. Βλέποντας τα αβγά στο πρόσωπο του Πάσχου, μαζί με το σοκ, ένιωσα ανακούφιση, αυτό ήταν, τέλος, γλιτώσαμε τα χειρότερα...

Σκουπίσαμε τον Πάσχο, τον πιάσανε αγκαζέ, ο Αλιβιζάτος οικοδεσπότης συντετριμμένος, να πάνε όλοι μαζί σε μέρος ασφαλές. Μπουλούκι ανεβήκαμε τη Μασσαλίας, βγήκαμε Σόλωνος, μπήκαμε σε ένα μπαρ, πίναμε και δεν συνερχόμασταν. Τη νύχτα έμεινα ξύπνια, δεν περνούσε η ταραχή. Εκρήγνυνταν στο μυαλό μου φράσεις αγανάκτησης για την αδικία απέναντι σε ανθρώπους που κάνουν το έγκλημα να δημοσιεύουν κείμενα. Πασχίζουν να σκεφτούν, βάζουν την τέχνη τους, τα δυνατά τους. Πρέπει να φοβούνται να μιλήσουν; Να είναι ήρωες για να μπορούν να γράφουν; Εχουμε Δημοκρατία; Να είμαστε ευτυχείς που δεν είναι οι τύποι καθεστώς επίσημο;

Ερχονταν στο μυαλό μου εικόνες από τις γιορτές Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων. Τέτοια θεάματα επέβαλλε η δικτατορία. Μαθαίναμε για κινήματα στην Ευρώπη, την αμφισβήτηση των πάντων, τραγούδια, ιδέες καινούργιες, ανατρεπτικές, συγκλονιστικές, κι είχαμε τον Παττακό. Πώς να πείσουμε τα σημερινά παιδιά να μη νοσταλγούν τις εξεγέρσεις μας; Οι γονείς μας τα κατάφεραν καλύτερα. Τον πόλεμο που έζησαν κανείς δεν τον ζήλεψε, ας είχε ηρωισμούς. Πώς να εξηγήσουμε ότι χάσαμε πράγματα που δεν αναπληρώθηκαν με το Πολυτεχνείο;

Ας ήμουν τώρα νέα! Να κάνω χορό, να διαβάζω, να ακούω ό,τι θέλω, να ντύνομαι όπως θέλω, να πηγαίνω σε μεικτό σχολείο, να ξέρω ανθρώπους από Αφρική και Ασία. Να ταξιδεύω, να πηγαίνω Εράσμους, να μαθαίνω ξένες γλώσσες, να ψάχνομαι, να γνωρίζω παρέες από το Ιντερνετ, να μη φοβάμαι μήπως πέσω σε χαφιέδες που θα με προδώσουν, να με καλέσει ο ασφαλίτης για ξύλο. Να μην ασχολούμαι με την πολιτική από απελπισία. Απελπισία είχαμε, όχι ελπίδα, δεν τα είπες όλα, κύριε Δαφέρμο.

Ισως εσύ έλπιζες περισσότερο, δεν ξέρω. Ησουν στέλεχος, στην Επιτροπή κατάληψης, μπορεί να ένιωθες πολλές ελπίδες. Κι εγώ εκείνη τη μέρα είχα ελπίδες, αλλά την επόμενη, για θυμήσου: Δεν είχες ενοχές ποτέ; Δεν σκέφτηκες ποτέ τους επόμενους μήνες ότι είχαμε κάνει λάθος με το Πολυτεχνείο; Εγώ το σκεφτόμουνα συνέχεια...

Μπορεί στη Θεσσαλονίκη να ήμασταν λιγότερο ηρωικοί και περήφανοι. Το πρωί της Παρασκευής, τρέχοντας για την κατάληψη, νιώσαμε έξαρση, δεν λέω. Υστερα περιφερόμουν στις συνελεύσεις και συχνά δεν καταλάβαινα την υπερβολικά επαναστατική γλώσσα. Δεν συμφωνούσα με τα σπασίματα. Κυκλοφορούσαν όλοι με ένα κομμάτι ξύλο από πόδια τραπεζιών. Εσύ γιατί δεν έχεις; με ρώτησαν. Δεν μπορώ να παίξω ξύλο, είπα. Με στεναχωρούσε αυτή η καταστροφή. Σκέφτομαι συχνά, δεν κατάφερα να πείσω κανέναν εκείνη τη νύχτα ότι δεν χρειαζόταν να σπάμε καρέκλες.

Είχαμε πει να πάμε στην Οδοντιατρική που ήταν κεντρικά, τελικά προτιμήθηκε η μίμηση. Είχε ήδη επικοινωνιακή σημασία, είχε μύθο το Πολυτεχνείο.

Ωστόσο έκαναν κάτι πολύ σωστό, η επιτροπή που είχαμε εκλέξει. Οταν έμαθαν τι είχε γίνει στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, αποφάσισαν να παραδοθούμε. Να μη χυθεί αίμα. Δεν γίναμε ήρωες. Ας είναι καλά τα παιδιά. Το λέω και το ξαναλέω, αν και έτσι όπως συνταχθήκαμε να βγούμε ήταν πολύ ταπεινωτικό. Στριμωγμένοι, στη σειρά, έλεγα μέσα μου, ηττηθήκαμε, ας έχω τουλάχιστον ψηλά το κεφάλι.

Μπροστά το τανκς, αναμμένοι προβολείς, στρατιώτες με όπλο προτεταμένο. Μόλις βγαίναμε μας σκόρπιζαν αστυνομικοί με σπρωξιές. Με πολλή δυσκολία έμεινε ψηλά το κεφάλι όταν βγήκαμε κρατημένες σφιχτά με την Κατερίνα. Προχωρούσαμε σαν αυτόματα, αποφεύγοντας όσο μπορούσαμε τους αστυνομικούς. Ενας είχε πιάσει έναν νεαρό που μας έφτασε, γαντζώθηκε πάνω μου, τον κρατούσε ο μπάτσος και πήγαμε λίγο έτσι, τραβώντας ο ένας τον άλλον, αλλά δεν άπλωσα χέρι να βοηθήσω, να σπρώξω τον μπάτσο, να κρατήσω το αγόρι κοντά μου, που εκλιπαρούσε με κλαψιάρικη φωνή, καθόλου ηρωικό κι αυτό, συνέχισα να προχωράω σαν μηχανή με κύριο στόχο να ξεφύγω.

Αυτή ήταν η ηρωική έξοδος... Είμαι δειλή, ήθελα να ζήσω, και μάλιστα αρτιμελής, ας είχαμε κινδυνεύσει επί ώρες. Κατουριόμασταν από τον φόβο μας, ουρλιάζαμε όταν μας χτυπούσαν, τρέχαμε να γλιτώσουμε. Δεν θα σας άρεσε, πιστέψτε με. Νιώθεις πολύ άσχημα, ο φόβος αποβλακώνει, φτωχαίνει τη ζωή, μαραίνει τα νιάτα. Δεν θέλω να χρειάζεται ηρωισμό τίποτα. Θέλω να ζω ασφαλής σε ελεύθερη χώρα, όπως τώρα. Σύμφωνα με τους νόμους. Οι νόμοι είναι για να προστατεύουν κυρίως ανθρώπους σαν εμένα, αδύναμους, δειλούς, αγύμναστους, που δεν θέλουν να παίζουν ξύλο, παιδιά, γριές και γέρους. Θέλουμε νόμους, σύνταγμα, δημοκρατία, ισότητα, τέτοια πράγματα για να συνεννοηθούμε. Οχι επαναστάσεις, όχι πολυτεχνεία. Οχι άλλα πολυτεχνεία. Δεν υπάρχει λόγος για τόση απελπισία.

Τα γράφω αυτά όλα μετά από τόσα χρόνια, γιατί διαρκώς καταλαβαίνω ότι έχει γίνει παρεξήγηση. Ακούστε πάλι τη φωνή του σταθμού. Ακούστε την αγωνία των εκφωνητών. Δεν ήθελαν να πεθάνουν, να γίνουν ήρωες. Δεν ζούσαμε σε εποχές μαύρες, δεν θέλαμε να θυσιαστούμε. Θέλαμε να ζήσουμε, να χαρούμε τα νιάτα μας, τις ευρωπαϊκές κατακτήσεις. Να ζούμε όπως εσείς οι νέοι τώρα. Να βρίσκουμε τον εαυτό μας, όχι να ασχολούμαστε με τους καραβανάδες. Τρελαίνομαι όταν ακούω νέους να λένε πως είχαμε το προνόμιο της εξέγερσης: Είχαμε κάθε μέρα να κάνουμε με κατακάθια της κοινωνίας, και τα κατακάθια της δικής μας ψυχής, τον φόβο, τη φρίκη. Είχαμε πλήξη, απόγνωση, αδιέξοδα! Τώρα έχετε το προνόμιο της εξέγερσης. Πρέπει να είναι με καδρόνια; Υπάρχουν εθελοντικές οργανώσεις, γιατροί χωρίς σύνορα, ομάδες για μετανάστες, δενδροφυτεύσεις, πράγματα που δεν τα φανταζόμασταν... Πηγαίνετε στην Ουρουγουάη, στο Γκάζι, στη Σιέρα Λεόνε, στο Κυριακάτικο Σχολείο, εξασφαλισμένες εξάρσεις και μεγαλύτερος πλούτος συναισθημάτων. Σας περιμένει ο κόσμος να τον αλλάξετε. Το μυαλό σας μπορεί να δουλέψει ελεύθερα. Να ακούει, να διατυπώνει, να ζει τη συγκλονιστική εμπειρία της ελεύθερης σκέψης. Είναι η πιο συνταρακτική συγκίνηση.

Αυτό το προνόμιο έχουμε τώρα. Εκτός αν επιτρέψουμε στους τραμπούκους να μας το αφαιρέσουν.

Η κυρία Αννα Δαμιανίδη είναι δημοσιογράφος. Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στη σελίδα της στο Facebook